Η κλιματική αλλαγή που οδηγεί σε αύξηση της θερμοκρασίας και σε άλλες χημικές αλλαγές στους ωκεανούς του πλανήτη, είναι πιθανό ότι μελλοντικά θα έχει ως συνέπεια να μικρύνει το μέγεθος των ψαριών, σύμφωνα με μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα, τη μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα.
Έτσι, εκτός από την εντατική υπεραλίευση, που είναι γνωστό ότι έχει ως συνέπεια το μέσο μέγεθος των ψαριών να μικραίνει, καθώς τα ψάρια πεθαίνουν σε όλο και πιο νέα ηλικία, προτού φθάσουν σε πλήρη ανάπτυξη, ένας νέος παράγοντας φαίνεται να έχει παρόμοιο αποτέλεσμα.
Η σμίκρυνση των ψαριών έρχεται, σαν «κερασάκι στην τούρτα», να προστεθεί στη μείωση των προς αλίευση πληθυσμών των ψαριών διεθνώς, για την οποία κρούει τον κώδωνα του κινδύνου μια άλλη επιστημονική έρευνα, που επισημαίνει πως τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι στη Γη εξαρτώνται άμεσα από την αλιεία για τη διατροφή τους.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας, μ’ επικεφαλής τον καθηγητή του κέντρου αλιείας Ουίλιαμ Τσέουνγκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα κλιματικής αλλαγής «Nature Climate Change», για πρώτη φορά στον κόσμο προχωρούν σε μια πρόβλεψη αναφορικά με τη σταδιακή μείωση του μέγιστου μεγέθους των ψαριών, καθώς η θερμοκρασία θα αυξάνεται και παράλληλα θα αραιώνει το οξυγόνο στις θάλασσες της Γης.
Οι ερευνητές έκαναν υπολογισμούς με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών για πάνω από 600 είδη ψαριών από όλο τον κόσμο και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το μέγιστο βάρος που θα μπορούν να φθάσουν τα ψάρια, θα μειωθεί κατά 14% έως 20% μεταξύ των ετών 2000 έως 2050. Το φαινόμενο θα είναι πιο έντονο στα τροπικά νερά.
«Εκπλαγήκαμε που είδαμε να προκύπτει μια τόσο μεγάλη μείωση στο μέγεθος των ψαριών», δήλωσε ο Τσέουνγκ. Όπως είπε, ήταν ήδη γνωστό ότι τα ψάρια επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή, αλλά δεν αναμενόταν η επίδραση στο μέγεθός τους να είναι αυτού του βαθμού (αν και οι εκτιμήσεις βασίζονται σε μοντέλα υπολογιστών).
Εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια, οι επιστήμονες έχουν προτείνει ότι η ανάπτυξη των σωμάτων των ψαριών επηρεάζεται από την έλλειψη οξυγόνου, ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής και της αύξησης της θερμοκρασίας των υδάτων των θαλασσών. Ο μεταβολισμός των ψαριών αυξάνει στα θερμά νερά και συνεπώς χρειάζονται πιο πολύ οξυγόνο, όμως το ζεστό νερό κατακρατεί λιγότερο οξυγόνο.
«Τα ψάρια αντιμετωπίζουν τη συνεχή πρόκληση να βρουν αρκετό οξυγόνο από το νερό ώστε να μεγαλώσουν και η κατάσταση γίνεται χειρότερη όσο ένα ψάρι μεγαλώνει. Ένας θερμότερος και λιγότερο οξυγονωμένος ωκεανός, όπως προβλέπεται από την κλιματική αλλαγή, καθιστά πιο δύσκολο για τα μεγάλα ψάρια να βρουν αρκετό οξυγόνο, με συνέπεια να σταματά πιο γρήγορα η ανάπτυξή τους», τόνισε ο ερευνητής Ντάνιελ Πόλι.
Η μελέτη επισημαίνει την ανάγκη να περιοριστούν οι εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου», αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να διαταραχθούν τα αλιεύματα και η διατροφική ασφάλεια. Μεταξύ άλλων, η θέρμανση των νερών ωθεί τα ψάρια να μεταναστεύουν από τα πιο ζεστά νερά σε πιο κρύα (π.χ. από τους τροπικές θάλασσες προς τις εύκρατες όπως η Μεσόγειος), με όποιες συνέπειες, θετικές και αρνητικές, μπορεί να έχει αυτή η μετακίνηση, που μερικές φορές συνιστά εισβολή ξενικών ειδών.
Τα ψάρια λιγοστεύουν
Μια άλλη επιστημονική έρευνα, η μεγαλύτερη του είδους μέχρι σήμερα, με επικεφαλής τον καθηγητή Κείστοφερ Κοστέλο του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σάντα Μπάρμπαρα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Science», διαπίστωσε ότι τα αποθέματα ψαριών σε όλον τον κόσμο μειώνονται ταχύτερα από ό,τι φοβούνταν οι επιστήμονες. Περισσότερα από τα μισά αλιευτικά πεδία διεθνώς εκτιμάται ότι αντιμετωπίζουν πλέον σημαντικές μειώσεις στους πληθυσμούς των ψαριών, με τις ετήσιες συνολικές οικονομικές απώλειες να φθάνουν τα 50 δισ. δολάρια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο στους μικρότερου μεγέθους ψαρότοπους, όπου οι πληθυσμοί των ψαριών υπολογίζεται ότι βρίσκονται πλέον κατά μέσο όρο στο 64% της μέγιστης δυνατής αλιευτικής απόδοσής τους, ενώ στα πιο μεγάλα αλιευτικά πεδία ο μέσος αριθμός ψαριών εκτιμάται στο 94% του άριστου επιπέδου.
Έτσι, σύμφωνα με την έρευνα, το πρόβλημα της διατροφικής ασφάλειας είναι μεγαλύτερο σε τοπικό επίπεδο, στις περιοχές που εξαρτώνται περισσότερο από τους κοντινούς ψαρότοπους, όπως συμβαίνει π.χ. στην Μεσόγειο, για την οποία επισημαίνεται ότι αντιμετωπίζει αυξανόμενο αλιευτικό πρόβλημα.
Αν και οι ερευνητές φοβούνται ότι μελλοντικά οι πληθυσμοί των ψαριών θα συνεχίσουν να μειώνονται, επισημαίνουν και ορισμένες θετικές τάσεις. Σε μερικές περιοχές εμφανίζεται αναστροφή της πτωτικής τάσης και αύξηση του αριθμού των αλιευμάτων (που θα μπορούσε μάλιστα να φθάσει ακόμα και το 40% σε παγκόσμιο επίπεδο), κυρίως χάρη στη σωστή πολιτική βιώσιμης διαχείρισης των αλιευτικών αποθεμάτων εκ μέρους του κράτους και των αλιέων.
Οι επιστήμονες προειδοποιούν όμως ότι χρειάζονται άμεσες παρεμβάσεις, επειδή σε δέκα χρόνια το τωρινό «παράθυρο ευκαιρίας» μπορεί να έχει κλείσει οριστικά και η κατάσταση να γίνει μη αναστρέψιμη.