Τα μεγαλύτερα δέντρα του κόσμου, γνωστά και ως οικολογικοί βασιλιάδες της ζούγκλας, πεθαίνουν γρήγορα, καθώς δέχονται «επιθέσεις» παρατεταμένης ξηρασίας και νέων επιδημιών και ασθενειών.
Μακροχρόνιες μελέτες στην Αμαζονία, την Αφρική και την κεντρική Αμερική δείχνουν ότι ενώ αυτά τα μεγαθήρια μπορεί να έχουν προσαρμοστεί με επιτυχία σε καταιγίδες επί αιώνες, τα παράσιτα και οι βραχυπρόθεσμες ακραίες κλιματικές αλλαγές, είναι πιο ευάλωτα από ό, τι άλλα δέντρα στις απειλές του σήμερα.
΄Οπως δηλώνει ο Αυστραλός ερευνητής William Laurance, από το πανεπιστήμιο James Cook, το μεγάλο τους ύψος και η μηδενική ευλυγισία στους κορμούς τους είναι οι παράγοντες που κάνουν τα δέντρα αυτά πιο επιρρεπή στο ξερίζωμα.
Τα μεγάλα δέντρα μπορεί να αντιπροσωπεύουν ποσοστό λιγότερο από το 2% των δέντρων σε κάθε δάσος, μπορούν ωστόσο να περιέχουν το 25% της συνολικής βιομάζας που είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία του συνόλου των δασών, καθώς τροφοδοτούν μεγάλες περιοχές.
Τα ψηλά δέντρα εχουν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν τεράστιες ποσότητες ενέργειας, γεγονός που τους επιτρέπει να παράγουν τεράστιες ποσότητες λουλουδιών φρούτων, ενώ χάρη στο φύλλωμα τους βρίσκουν καταφύγιο πολλά ζώα.
Σύμφωνα με τον Laurance, δεν είναι μόνο τα μεγάλα δέντρα που απειλούνται. Η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς σκότωσε πολλά δέντρα στη Βρετανία τη δεκαετία του 60 και του 70 ενώ εξωτικοί οργανισμοί αλλά και βακτηριακες μολύνσεις που μεταφέρονται από άλλες ηπείρους, απειλούν με εξαφάνιση τις βελανιδιές και άλλα είδη δέντρων.
Καταστροφικές είναι όμως και οι επιπτώσεις των έντονων πλημμυρών που αποτελούν σήμερα συχνό φαινόμενο σε τροπικές περιοχές.
Αυτό που φοβάται κυρίως ο Laurance είναι ότι όταν αυτά τα μεγάλα δέντρα πεθάνουν δεν θα αντικατασταθούν ποτέ. Αυτό μπορεί να προκαλέσει την απελευθέρωση του αποθηκευμένου διοξειδίου του άνθρακα από τα δάση, με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη υπερθέρμανση του πλανήτη, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.
Πολλά από τα μεγάλα αυτά δέντρα είναι τα μεγαλύτερα σε ηλικία και τα πιο σημαντικά για τα δάση. Στον Αμαζόνιο, η ηλικία τους φτάνει ακόμα και τα 1.400 έτη ενώ στη Βόρεια Αμερική τα 2.000 χρόνια.