Στο συμπέρασμα πως οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (κατ’ εξοχήν υπεύθυνου αερίου για το «φαινόμενο του θερμοκηπίου») του μέσου ανθρώπου αυξάνονται μέχρι την ηλικία των 65 ετών και στη συνέχεια αρχίζουν να μειώνονται κατέληξε νέα γερμανική έρευνα, αναδεικνύοντας τη σημασία της… ηλικίας στην κλιματική αλλαγή.
Με άλλα λόγια, όσο αυξάνεται διαχρονικά το προσδόκιμο ζωής και γερνάει ο πληθυσμός στις σύγχρονες κοινωνίες, κάτι που δείχνουν όλες οι δημογραφικές έρευνες, τόσο θα αντισταθμίζεται -σε ένα μικρό βαθμό βεβαίως-η υπερθέρμανση του πλανήτη και η συνεπαγόμενη κλιματική αλλαγή.
Οι ερευνητές συσχέτισαν την ηλικία με τις μέσες κατά κεφαλή εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, παίρνοντας τα σχετικά στοιχεία από τις ΗΠΑ, όπου τα δεδομένα αυτά ήταν διαθέσιμα, όμως εκτιμούν ότι αντίστοιχα συμπεράσματα ισχύουν και για τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Οι προβλέψεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ εξαρτώνται, μεταξύ άλλων παραμέτρων, από την μελλοντική εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού, όμως λαμβάνουν υπόψη τους μόνο το μέγεθος του πληθυσμού και όχι την ηλικιακή σύνθεσή του.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, το ποσοστό των ανθρώπων άνω των 65 ετών στον πληθυσμό του πλανήτη μας θα αυξηθεί από 8% σήμερα σε περίπου 13% το 2030. Οι Γερμανοί ερευνητές εκτιμούν ότι οι χώρες που έχουν τους περισσότερους ηλικιωμένους, θα τείνουν να παράγουν λιγότερα «αέρια του θερμοκηπίου» και άρα θα συνεισφέρουν αναλογικά λιγότερο στην κλιματική αλλαγή. Ο υπολογισμός της επίπτωσης στην κλιματική αλλαγή ανά ηλικιακή κατηγορία γίνεται με βάση τις εκτιμήσεις για το πόσα χρήματα δαπανά ένας άνθρωπος στην πορεία του της ζωής του σε προϊόντα και υπηρεσίες που επιβαρύνουν το περιβάλλον και το κλίμα (ηλεκτρισμός, βενζίνη, αεροπορικά ταξίδια κ.α.). Για παράδειγμα, οι νεότεροι οδηγούν και ταξιδεύουν περισσότερο από τους ηλικιωμένους, άρα συμβάλλουν αναλογικά περισσότερο στην κατανάλωση ορυκτών καυσίμων και συνεπώς στην κλιματική αλλαγή. Οι ηλικιωμένοι μπορεί κατά μέσο όρο να δαπανούν περισσότερα χρήματα ανά κεφαλή από τους νέους, όμως τα χρήματά τους κατευθύνονται κυρίως σε θέματα υγείας και σε άλλες δραστηριότητες που είναι χαμηλής ενεργειακής έντασης, άρα παράγουν χαμηλά επίπεδα διοξειδίου.
Η κατανάλωση ρούχων αρχίζει να μειώνεται μετά τα 58 έτη κατά μέσο όρο και της βενζίνης μετά τα 60. Από την άλλη, επειδή μένουν περισσότερες ώρες στο σπίτι τους, οι ηλικιωμένοι καταναλώνουν περισσότερο ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο, που έχουν μεγάλες συνέπειες για την κλιματική αλλαγή. Αν λάβει κανείς υπόψη του όλους αυτούς τους παράγοντες, που επιδρούν στο περιβάλλον και το κλίμα, σύμφωνα με τον Ζαγκένι, προκύπτει ότι η επίπτωση της τρίτης ηλικίας στην κλιματική αλλαγή είναι μεγαλύτερη από την επίπτωση της πρώτης ή της δεύτερης ηλικίας. Όμως, σε κάθε περίπτωση, η επίπτωση του παράγοντα της ηλικίας δεν μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη σε σχέση με άλλους παράγοντες που επιδρούν στην κλιματική αλλαγή.
Έτσι, δεν αναμένεται ότι η γήρανση των ανεπτυγμένων κοινωνιών (παρόλο που θα μειώσει κάπως την κατανάλωση ορισμένων ενεργοβόρων αγαθών και υπηρεσιών) θα καταφέρει να αντισταθμίσει έως το 2050 τις άλλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες που επιβαρύνουν το κλίμα. Άλλωστε , μόνο μετά το 2030, γίνεται η πρόβλεψη ότι είναι πιθανό οι συνολικές μειώσεις της ενεργειακής κατανάλωσης λόγω αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων (π.χ. συνολική μικρότερη κατανάλωση βενζίνης) να ξεπεράσουν τις αντίστοιχες αυξήσεις ενεργειακής κατανάλωσης (περισσότερη κατανάλωση ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου).