Τρεις λύκοι που φιλοξενούνταν στο καταφύγιο του Αρκτούροτ πέθαναν τις τελευταίες μέρες σε μικρό χρονικό διάστημα.
Πρώτη «έφυγε» από φυσιολογικά αίτια η Νατάσα, η ηλικιωμένη λύκαινα που είχε μεταφερθεί στο Καταφύγιο του Αρκτούρου από τον Ζωολογικό Κήπο της Θεσσαλονίκης, τον Ιούνιο του 2015. Πέθανε 16 ετών έχοντας προλάβει να χαρεί για περίπου έναν χρόνο τη μεγάλη έκταση του Καταφυγίου από το κλουβί του Ζωολογικού Κήπου, όπου είχε γεννηθεί.
Λίγες μέρες μετά βρέθηκε νεκρή, μέσα στον χώρο όπου φιλοξενούνταν μαζί με άλλους λύκους, η Σιέννα, 8 ετών, που είχε έρθει από Ζωολογικό Κήπο της Αυστρίας.
Οι φροντιστές της οργάνωσης, τηρώντας το εσωτερικό πρωτόκολλο διαχείρισης των λύκων, αναζήτησαν τη Σιέννα, η οποία δεν είχε εμφανιστεί για τρεις ημέρες, όμως την εντόπισαν νεκρή. «Δυστυχώς, η έντονη ζέστη που επικρατούσε τις ημέρες που συνέβη το περιστατικό επιτάχυναν τη διαδικασία αποσύνθεσης καθιστώντας ανέφικτη τη διεξαγωγή νεκροψίας» εξήγησε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων Νίκος Γραμμενόπουλος από τον Αρκτούρο, διευκρινίζοντας ότι οι λύκοι φιλοξενούνται σε ξεχωριστά τμήματα, ανά αγέλες, για να μην υπάρχουν αψιμαχίες μεταξύ τους.
Το τελευταίο περιστατικό αφορά τον Ρώμο, τον οποίο εντόπισαν οι φροντιστές να δαγκώνει το πόδι του και άμεσα κινητοποιήθηκαν ώστε να τον σταματήσουν. Το νεαρό ζώο αναισθητοποιήθηκε και μεταφέρθηκε άμεσα για επέμβαση από κτηνίατρο, στη διάρκεια της οποίας όμως δεν τα κατάφερε καθώς είχε ήδη χάσει πολύ αίμα.
«Πρόκειται για πρωτόγνωρο περιστατικό και σε συνεργασία με συνεργάτες από το εξωτερικό, αναζητούμε μία πιθανή εξήγηση καθώς οι αιματολογικές εξετάσεις που έγιναν στο ζώο, ήταν καθαρές και δεν έδειξαν ότι έπασχε από κάποια ασθένεια» σημείωσε ο κ.Γραμμενόπουλος. Ο Ρώμος ήταν μόλις δύο χρόνων, τον είχαν βρει νεογέννητο στο Κεφαλάρι Θεσσαλονίκης και τον είχαν κρατήσει, τον πρώτο καιρό, σε σπίτι με αποτέλεσμα να εξοικειωθεί με την ανθρώπινη παρουσία και να μη μπορεί να επανενταχθεί στη συνέχεια στο φυσικό του περιβάλλον.
Πλέον, στο καταφύγιο φιλοξενούνται 12 λύκοι σε έκταση 70 στρεμμάτων, χωρισμένοι στα δικά τους «διαμερίσματα» για να αποφεύγονται οι επιθέσεις ανάμεσα στις αγέλες.