Την έγκρισή του για την αναοριοθέτηση του ενάλιου αρχαιολογικού χώρου Βορείων Σποράδων – Αλοννήσου σε κάποιες πολύ συγκεκριμένες περιοχές, εντός των ορίων της Ζώνης Β του Θαλάσσιου Πάρκου, αποφάσισε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο με ένα στόχο: να επιτραπούν οι καταδύσεις.
Πρόκειται για ένα αίτημα που είχε απασχολήσει το Συμβούλιο και το 2009, χωρίς να εγκριθεί η τότε αναοριοθέτηση με το σκεπτικό ότι υπήρχε ασυνέχεια στα όρια της κήρυξης. Η τωρινή απόφαση αφορούσε ένα πιο λογικό σχέδιο, που δεν αφήνει «κενά» στο εσωτερικό της κήρυξης και δεν πειράζει τα εξωτερικά όρια του αρχαιολογικού χώρου, παρά μόνο κάποια εσωτερικά.
Τα όρια του αρχαιολογικού χώρου και του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου της Αλοννήσου ταυτίζονται, παρέχοντας διπλή προστασία στην οικολογική και πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής. Μιας περιοχής που φημίζεται για τη σπάνια βιοποικιλότητά της (η μεσογειακή φώκια που καταφεύγει στα νερά της είναι το πιο απειλούμενο είδος στην Ευρώπη), τον υπέροχο βυθό της και τα ναυάγια.
Τα δύο τελευταία, ο καταδυτικός πλούτος και τα ναυάγια κλασικών, ελληνιστικών, βυζαντινών και μεσοβυζαντινών χρόνων, που προστατεύονται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, απασχόλησαν τα μέλη του Συμβούλιου με το σκεπτικό οι καταδύσεις, που μέχρι σήμερα δεν επιτρέπονταν παρά μόνο με τη συνοδεία αρχαιολόγου, να μην επηρεάσουν τα μνημεία.
Βέβαια στα σημεία που επιλέχθηκαν να εξαιρεθούν από τον αρχαιολογικό χώρο και τα οποία περιορίζονται σε πολύ λίγες παραθαλάσσιες τοποθεσίες, κυρίως της Αλοννήσου και της γειτονικής νήσου Περιστέρας, δεν έχουν εντοπιστεί ναυάγια και κι άλλες αρχαιότητες, σύμφωνα με την Εφορεία Ενάλιων Αρχαιοτήτων.