Η Unilever παρουσιάζει επισήμως και στην Ελλάδα το δεκαετές Παγκόσμιο Σχέδιο Δράσης για την Αειφορία (Unilever Sustainable Living Plan), το οποίο μέσα από περισσότερες από 50 μετρήσιμες δράσεις, συνδέει το αειφόρο επιχειρείν της εταιρίας με τη συμβολή στην ποιότητα ζωής.
Μέχρι και το 2020, το Unilever Sustainable Living Plan στοχεύει σε 3 βασικές δεσμεύσεις:
• Μείωση στο μισό του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των προϊόντων της
• Προμήθεια του 100% των βασικών γεωργικών πρώτων υλών από αειφόρες πηγές
• Βοήθεια σε 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους να βελτιώσουν την υγεία και την ποιότητα ζωής τους
Πρόκειται για ένα μοναδικής εμβέλειας σχέδιο αειφόρου επιχειρείν, καινοτομία του οποίου αποτελεί η δημόσια δέσμευση της Unilever να επεκτείνει τις αειφόρες δράσεις της σε όλο τον κύκλο ζωής των προϊόντων της, από τον τρόπο καλλιέργειας και την προμήθεια των πρώτων υλών μέχρι τη συσκευασία και τη χρήση των προϊόντων της.
Για την εκπόνηση του σχεδίου αυτού, αξιολογήθηκαν περισσότερα από 1600 προϊόντα σε 14 χώρες – μέγεθος που αντιστοιχεί στο 70% των πωλήσεων της Unilever. Είναι αξιοσημείωτο ότι κάθε ένας από τους επιμέρους στόχους-δράσεις θα αποτελεί αντικείμενο ετήσιας αξιολόγησης, τα αποτελέσματα της οποίας θα δημοσιοποιούνται.
Ο Γρηγόρης Αντωνιάδης, Διευθυντής Επικοινωνίας & ΜΜΕ της ΕΛΑΪΣ-UNILEVER HELLAS αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μειώνοντας στο μισό το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, το νερό που χρησιμοποιούν και τα απορρίμματα που δημιουργούνται από τα προϊόντα μας μπορούμε να βοηθήσουμε τους καταναλωτές μας να κάνουν μια μικρή διαφορά κάθε φορά που τα χρησιμοποιούν. Καθώς τα προϊόντα μας χρησιμοποιούνται καθημερινά από δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, οι μικρές αυτές δράσεις μπορούν να κάνουν μια μεγάλη διαφορά».
Ιδιαίτερη σημασία στο Unilever Sustainable Living Plan κατέχουν οι βελτιώσεις στους περιβαλλοντικούς δείκτες και οι πρωτοβουλίες αειφόρου επιχειρείν στην Ελλάδα, ανάμεσα στις οποίες οι βασικότερες είναι:
• Αειφόρος καλλιέργεια τομάτας στη Γαστούνη, μέσα από την υιοθέτηση ορθών πρακτικών στην καλλιέργεια και τη συστηματική αξιολόγηση της παραγωγής
• Πρόγραμμα μείωσης κατανάλωσης ενέργειας στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας – ήδη το 2010 επετεύχθη μείωση 28%
• Χρήση ανακυκλωμένων υλικών για το 70% των χαρτοκιβωτίων όλων των προϊόντων που παράγονται στη χώρα μας
• Ήδη το 50% των ψυγείων παγωτού Algida στην Ελλάδα είναι φιλικά προς το περιβάλλον. Στόχος, από το 2012, αγορά ψυγείων νέας τεχνολογίας “Lean&Green”, που καταναλώνουν 30% λιγότερη ενέργεια.
• Συνεργασία με το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης του ΟΗΕ, μέσω της οποίας η ελληνική εταιρία έχει προσφέρει πάνω από 2.000.000 σχολικά γεύματα σε μαθητές της Γκάνας, της Ινδονησίας, της Κολομβίας και της Κένυας
• Χάρη στην κυκλοφορία των συμπυκνωμένων micro-προϊόντων Skip, ΟΜΟ και Cajoline μειώσαμε την περιβαλλοντική τους επίπτωση – 1/3 λιγότερα καύσιμα για τη μεταφορά των υγρών και 20% μείωση στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στις σκόνες
Άλλοι βασικοί στόχοι σε παγκόσμιο επίπεδο έως το 2020 είναι:
• Προμήθεια του 100% των βασικών γεωργικών πρώτων υλών από αειφόρες πηγές, μεταξύ των οποίων 100% αειφόρο φοινικέλαιο έως το 2015
• Αλλαγή των συνηθειών υγιεινής 1 δισεκατομμυρίου ανθρώπων στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, ώστε να πλένουν τα χέρια τους με σαπούνι συμβάλλοντας στη μείωση ασθενειών συνδεδεμένων με τη διάρροια, τη δεύτερη μεγαλύτερη αιτία βρεφικής θνησιμότητας στον κόσμο
• Εξασφάλιση ασφαλούς πόσιμου νερού για μισό δισεκατομμύριο άτομα εξαπλώνοντας τις πωλήσεις του χαμηλού κόστους φίλτρου νερού οικιακής χρήσης Pureit από την Ινδία σε άλλες χώρες
• Βελτίωση της ποιότητας ζωής σε αναπτυσσόμενες χώρες, μέσα από τη συνεργασία με τις οργανώσεις Oxfam, Rainforest Alliance και άλλες για την ένταξη περισσότερων από 500,000 μικρών παραγωγών και διανομέων στην εφοδιαστική μας αλυσίδα.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Προέδρου της Unilever κ. Paul Polman, στο πλαίσιο της διεθνούς παρουσίασης του Unilever Sustainable Living Plan: «Ήδη συνειδητοποιούμε ότι η προσπάθεια να απαντήσουμε στις προκλήσεις αειφορίας προσφέρει νέες ευκαιρίες για βιώσιμη ανάπτυξη: δημιουργεί ισχυρότερους δεσμούς μεταξύ των καταναλωτών και των προϊόντων μας, δημιουργεί νέες ευκαιρίες για συνεργασία με τους πελάτες μας, ωθεί την καινοτομία, αναπτύσσει τις αγορές μας και, σε πολλές περιπτώσεις, εξοικονομεί πόρους».