Τα τελευταία χρόνια, η άνοδος της θερμοκρασίας, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες οπότε και αυξάνει κατακόρυφα, έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζονται σημαντικά οι μυδοκαλλιέργειες. Έχει παρατηρηθεί ότι μετά τους 26 βαθμούς Κελσίου, ορισμένες φορές, αρχίζουν να παρουσιάζουν αλλοιώσεις. Το γεγονός αυτό ανησυχεί ιδιαίτερα τους επιστήμονες, σε συνδυασμό και με τα μοντέλα κλιματικής αλλαγής, που προβλέπουν περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3 με 4 βαθμούς.
Σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή στο τμήμα βιολογίας του ΑΠΘ και συντονιστή του δικτύου «KLIMABIOnetwork», Βασίλη Μιχαηλίδη, τα μύδια έχουν φτάσει «στο ανώτερο άκρο της αντοχής τους».
«Σε μετρήσεις που διενεργούμε στο Θερμαϊκό κόλπο, διαπιστώσαμε ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τις μυδοκαλλιέργειες, για αυτό απαιτούνται συντονισμένες ενέργειες για την παρακολούθηση του φαινομένου» είπε.
Ο ίδιος συμμετέχει σε ημερίδα με θέμα «Το μέλλον της μυδοκαλλιέργειας στον τόπο μας», που διοργανώνεται το απόγευμα, στο δημοτικό κτίριο Κυμίνων, το εργαστήριο ιχθυολογίας της κτηνιατρικής σχολής του ΑΠΘ.
Κύριος στόχος, άλλωστε, της ίδρυσης του δικτύου «KLIMABIOnetwork», είναι η συντονισμένη δραστηριοποίηση ερευνητών και η οργάνωση προγραμμάτων, με σκοπό τη μελέτη των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στη βιολογία των θαλάσσιων οργανισμών (ιχθύων και οστρακοειδών), είτε από άγριους πληθυσμούς, είτε από μονάδες καλλιέργειας, που δραστηριοποιούνται στον ελλαδικό χώρο.
Μύδια από τη… Σκοτία και τρόποι διάθεσης
Το πρότυπο της Σκοτίας, όσον αφορά τα μύδια, θα παρουσιάσει στην ημερίδα ο Χρήστος Μορίδης, γεωπόνος, οικονομολόγος περιβάλλοντος και αγροτικής ανάπτυξης, με μεταπτυχιακό στην αγροτική οικονομία.
«Ως ερευνητής για το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, συνέκρινα Ελλάδα και Σκοτία στους τρόπους διαχείρισης, γενικότερα, των μυδιών και κατέληξα ότι οι δύο χώρες διαφέρουν στην απόδοση, στο σύστημα λειτουργίας, στον τρόπο πωλήσεων, στη διάθεση και στην πιστοποίηση της ποιότητας» εξηγεί ο κ. Μορίδης.
«Πιο συγκεκριμένα», συμπληρώνει, «25 παραγωγοί στις νήσους Shetland, στη Σκοτία, ενώθηκαν το 1990, σχηματίζοντας το ενοποιημένο Σκοτσέζικο Μάρκετινγκ Γκρουπ των Οστρακοκαλλιεργητών, έναν ιδιωτικό συνεταιρισμό εμπορίας, με μετοχές ισότιμα μοιρασμένες στο κάθε μέλος».
Σύμφωνα με τον κ. Μορίδη, η επιτυχία τους ήταν εμφανής, όταν το 1995 αγόρασαν το πρώτο εργοστάσιο επεξεργασίας και τυποποίησης όστρακων, το 2001 κατασκεύασαν το δεύτερο, το 2008 ανακαίνισαν και τα δύο, ενώ το 2010 προσέθεσαν και τρίτο εργοστάσιο. Το γκρουπ εμπορεύεται σήμερα 6000 τόνους μυδιών, έχει κερδίσει πολλά βραβεία διεθνώς και εφοδιάζει σταθερά τις μεγαλύτερες αλυσίδες σουπερ-μάρκετ, καθώς και γνωστά εστιατόρια.
«Το μυστικό της επιτυχίας τους κρύβεται, κυρίως, στο συναγωνισμό και την εξειδίκευση. Δευτερευόντως, έχουν ένα αξιόπιστο σύστημα ποιοτικού έλεγχου και τη συνεργασία της τοπικής και της επιστημονικής κοινότητας», διευκρινίζει ο κ. Μορίδης, προτείνοντας και για την Ελλάδα το συγκεκριμένο μοντέλο εμπορίας μυδιών.