Την Παρασκευή 14 και το Σάββατο 15 Ιουλίου παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου το έργο Σφήκες σε ελεύθερη διασκευή και σκηνοθεσία της Λένας Κιτσοπούλου, βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη. Η διασκευή που παρουσίασε η Λένα Κιτσοπούλου στο θεατρόφιλο κοινό προκάλεσε διχασμό με τις αντιδράσεις να μεταφέρονται στο twitter και το όνομά της να τρεντάρει.
«Έλεγε ωμές αλήθειες» και «Έφευγαν φωνάζοντας “ντροπή και αίσχος”» είναι μόνο δύο από τα σχόλια τα οποία εμφανίστηκαν στο twitter όπου και αναφέρθηκε πως υπήρξε μερίδα των θεατών που δεν άντεχαν το θέαμα που παρουσιαζόταν μπροστά τους και προτίμησαν να αποχωρήσουν μόλις μισή ώρα μετά την έναρξη της παράστασης.
Οι Σφήκες
Στους Σφήκες, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί το όχημα της κωμωδίας για να σατιρίσει, με τον αξεπέραστα αιχμηρό του τρόπο, ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό: τη διάβρωση του δικαστικού συστήματος, του ακρογωνιαίου λίθου της λαϊκής κυριαρχίας στην αρχαία Αθήνα. Από τη μία ένας χαιρέκακος, δικομανής ηλικιωμένος δικαστής που ζει για να καταδικάζει «ενόχους» κι από την άλλη ο απεγνωσμένος γιος του, ένα σαθρό δικαστικό σύστημα που μοιράζει επιδόματα και μια ολόκληρη κοινωνία από Σφήκες: άτομα σκληρά με οξύ κεντρί, ακόρεστη όρεξη για κριτική και μηδενική διάθεση για αυτοκριτική.
Μια κοινωνία εγκλωβισμένη μέσα στο αποπνικτικό κουκούλι της διχόνοιας και της κακεντρέχειας. Μια κοινωνία που συστρέφεται, σπαρταρά, εξαπολύει κατηγορώ και καταλήγει να τρέφεται από το ίδιο της το δηλητήριο.
Στην παρούσα εκδοχή η σκηνοθεσία στρέφει το βλέμμα της στα σύγχρονα «κεντριά», στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα σόσιαλ μίντια.
Με καυστικό χιούμορ και σκωπτική διάθεση φωτίζει τη συστημική σαπίλα, τις κοιμισμένες άμυνες, τον ρατσισμό, τον φανατισμό, την άκαμπτη πολιτική ορθότητα της εποχής μας.
«…σε καταδικάζω στην εκπομπή μου, στο κινητό μου, δημόσια, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, και προσέξτε καλά: όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου είναι φασίστας, είναι συνένοχος με τον ένοχο. Κατηγορώ, άρα είμαι κάτι. Κατηγορώ άρα υπάρχω…» σημειώνει η σκηνοθέτρια για τη διασκευή της που επιχειρεί να ζωντανέψει μπροστά μας πότε τον βούρκο που μας απειλεί και πότε εκείνο το άλλο, το ιδεώδες, που μας εξυψώνει.