Η Άντζελα Γκερέκου επιστρέφει στη θεατρική σκηνή ενσαρκώνοντας ένα από τα αγαπημένα ιστορικά πρόσωπα, την πριγκίπισσα Σίσσυ, την τραγική ζωή της οποίας γνωρίσαμε μέσα από τη μικρή οθόνη.

Το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κέρκυρας παρουσιάζει στις 14, 15 και 16 Ιουνίου το νέο έργο του Ζαχαρία Ρόχα, «Sissy in Heaven» με την Άντζελα Γκερέκου στον ομώνυμο ρόλο, σε σκηνοθεσία Βαρβάρας Δούκα.

Τι θα μπορούσε να συμβεί αν μετά το τέλος όλων των επαναστάσεων, όλων των κινημάτων που εξέθρεψαν οι τελευταίοι αιώνες, η πριγκίπισσα Σίσσυ συναντιόταν ξανά με τον δολοφόνο της, αλλά …στον Άλλον Κόσμο… εκεί που «όλοι είναι ίσοι» και το μόνο που έχει σημασία είναι η συγχώρεση;

Αυτό είναι το θέμα του νέου πρωτότυπου έργου «Sissy in Heaven», βασισμένο στη ζωή και τον αδόκητο θάνατο της Πριγκίπισσας Σίσσυ, της θλιμμένης αυτοκράτειρας της Αυστρίας, που έγραψε κατόπιν παραγγελίας της καλλιτεχνικής διευθύντριας του ΔΗΠΕΘΕ ΚΕΡΚΥΡΑΣ, Βαρβάρας Δούκα, ο ηθοποιός Ζαχαρίας Ρόχας.

Λίγα λόγια για το έργο

Το έργο διαδραματίζεται σε έναν «ου-τόπο», (Καθαρτήριο- Παράδεισο;), όπου σημασία δεν έχει ο χρόνος, οι εποχές, οι τίτλοι, η καταγωγή, τα χρήματα, παρά μόνον η ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ:
«Οι ψυχές πρέπει να ξανασυστηθούν και το δράμα να επαναληφθεί από την αρχή. Αυτή τη φορά με στόχο την συγχώρεση…», όπως λέει ο Άγγελος στο έργο, ο οποίος σαν σκηνοθέτης, φροντίζει όλα να συμβούν στην ώρα τους!

Με πολύ χιούμορ και τεχνικές θεάτρου εν θεάτρω, το έργο αγγίζει πολύ σημαντικά ζητήματα που καθόρισαν τον 20ο αιώνα: Τι αξία έχουν οι ζωές, όταν οι άνθρωποι υποφέρουν; Με πόσο αίμα δικαιώνεται μία Επανάσταση; Τι σημαίνει φυλακή για τον καθένα; Τι σημασία έχουν οι ατομικές ιστορίες , μπροστά στον συντριπτικό ρου της ιστορίας;

Το έργο έρχεται να δείξει ότι η αδυναμία της προσωπικής εξέγερσης έχει το ίδιο βάρος με την απελπισμένη πράξη ενός ιδεολόγου, κι ότι αυτό που πιστεύει κάποιος, όσο δίκαιο κι αν είναι, μπορεί ποτέ «να μην ονομαστεί πράξη».

Οι προσωπικές ιστορίες του καθενός από τους πρωταγωνιστές, της Πριγκίπισσας Σίσσυ, του δολοφόνου της, Λουίτζι Λουκένι, της μητέρας του Λουίζας, του γιου της Σίσσυ, πρίγκιπα Ροδόλφου, καθώς και της ερωμένης και ξαδέλφης του Μαρίας Βετσερα, ακόμα και του δασκάλου της Σίσσυ, του έλληνα διανοούμενου και σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, κατέληξαν όλες με μια πληγή στην καρδιά….

Ποιός μπορεί να δικαιώσει τη μικρή ζωή τους, παρά μόνον οι ίδιοι; Τι μπορεί να επαναλάβει την ιστορία, παρά μόνον το Θέατρο…

Συντελεστές

Συγγραφέας: Ζαχαρίας Ρόχας
Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Δούκα
Ηθοποιοί
Πριγκίπισσα Σίσσυ: Άντζελα Γκερέκου
Λουίτζι Λουκένι: Σπύρος Σουρβίνος
Λουίζα Λουκένι: Ντίνα Αβαγιάνου
Άγγελος/Ροδόλφος/Κωνσταντίνος Χρηστομάνος νέος: Νίκος Μέλλος

Στο ρόλο του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου εμφανίζεται σε βίντεο ο Ζαχαρίας Ρόχας
Το κείμενο και η παράσταση , αφιερώνεται στη μνήμη της Χρύσας Σπηλιώτη, με την οποία, πριν απ’ όλους, οι συντελεστές μοιράστηκαν το όνειρο της πραγματοποίησης αυτού του έργου, πριν τον δικό της αδόκητο θάνατο.

14-15-16 Ιουνίου στο Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας

Η πριγκίπισσα Σίσσυ και η σχέση της με την Ελλάδα και ειδικά την Κέρκυρα

Το 1861 με τη θαλαμηγό «Victoria & Albert», που της είχε παραχωρήσει η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας, για κρουαζιέρα στη Νότια Ευρώπη, επισκέπτεται πρώτη φορά την Κέρκυρα, όπου την υποδέχεται ο Άγγλος κυβερνήτης Sir Henry Strokes και της διαθέτει την εξοχική του κατοικία, λίγο έξω από την πόλη της Κέρκυρας, τη βίλλα «Mon Repos».

Η Σίσσυ θα περάσει εκεί αρκετούς μήνες. Η ζωή στην Κέρκυρα θα την ενθουσιάσει και θα της θυμίσει τα ανέμελα παιδικά της χρόνια στη Βαυαρία. Περνάει το χρόνο της κάνοντας μακρινούς περιπάτους και παρέα με τους κατοίκους του νησιού. Στην Κέρκυρα την επισκέπτονται τόσο ο άντρας της, όσο και η αδελφή της Νένε.

Στο αγαπημένο της νησί, θα επιστρέψει πολλές φορές στο μέλλον, ειδικά όταν με τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας, την επισκέπτονται η μελαγχολία και η κατάθλιψη. Μετά το θάνατο του διαδόχου Ροδόλφου, επιστρέφει σχεδόν οριστικά στην Κέρκυρα, όπου αγοράζει τη «Βίλλα Βράιλα», την οποία και ανακαινίζει ριζικά. Τα έργα στο σπίτι θα διαρκέσουν τέσσερα ολόκληρα χρόνια και το 1892 θα ολοκληρωθούν.

Το στυλ του σπιτιού έχει επιρροές από διάφορα στυλ, ελληνικό, ρωμαϊκό, ιωνικό αλλά και της αρχιτεκτονικής της Πομπηίας. Η Σίσσυ ήθελε να δημιουργήσει γύρω της μια όαση, μέσα στην οποία θεοί και θεές θα συνυπήρχαν με ήρωες από τα έργα του Ομήρου. Ορδές καλλιτεχνών δημιούργησαν τοιχογραφίες και πίνακες, τόσο μέσα όσο και έξω από το σπίτι. Οι κήποι γέμισαν γλυπτά και αγάλματα ηρώων της ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας. Ένα από αυτά, το άγαλμα του «Θνήσκοντος Αχιλλέα» στον κήπο, ενέπνευσε τη Σίσσυ για να διαλέξει το όνομα του σπιτιού της: «Αχίλλειον».

Αγαπημένες της ασχολίες ήταν οι μακρινοί περίπατοι και η επικοινωνία με τους ντόπιους, οι οποίοι και τη λάτρευαν. Κι εκείνη όμως ήταν πάντα γενναιόδωρη ενώ χρηματοδότησε και το υδραγωγείο του χωριού, καθώς η περιοχή αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης. Προς τιμή της ανεγέρθηκε και μια πλάκα, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα.

Η ελληνική εκπαίδευση της πριγκίπισσας

Μια άλλη μεγάλη αγάπη της Σίσσυ ήταν η Ελλάδα και οι κλασικές σπουδές. Προκειμένου να εντρυφήσει στην κλασική Ελλάδα, προσλαμβάνει πολλούς δασκάλους που της διδάσκουν ελληνική μυθολογία και ιστορία αλλά και την εισαγάγουν στην ελληνική λογοτεχνία, τόσο την πεζογραφία όσο και την ποίηση. Ο βασιλιάς Όθων της Ελλάδας είναι ξάδελφός της και οι επισκέψεις της στην Ελλάδα συχνές.

Αγαπημένος της δάσκαλος υπήρξε ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ο οποίος την έκανε να λατρέψει κυριολεκτικά τη χώρα πανέξυπνο και ευρυμαθέστατο ενώ για τον Χρηστομάνο η Σίσσυ ήταν η πριγκίπισσα του. Εκείνη τον θεωρούσε του παραμυθιού που είχε ζωντανέψει. Περνούσαν ατέλειωτες ώρες μαζί και ένας πλατωνικός έρωτας είχε ανθίσει ανάμεσά τους, όπως παραδέχτηκε ο Χρηστομάνος σε ένα βιβλίο του που κυκλοφόρησε μετά το θάνατο της Σίσσυ, «Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ – Φύλλα Ημερολογίου», και στο οποίο ο συγγραφέας είχε αναπλάσει πολλούς από τους διαλόγους τους.

Η βασιλική Αυλή όμως, που δεν επιθυμούσε καθόλου να γίνει γνωστό οτιδήποτε από το βασιλικό περιβάλλον στο ευρύτερο κοινό, δυσαρεστήθηκε μαζί του. Η αυστριακή λογοκρισία απαγόρευσε την κυκλοφορία του βιβλίου, η εφημερίδα διέκοψε τη συνεργασία μαζί του, και του υπέδειξαν ότι δεν ήταν πια ευπρόσδεκτος στη χώρα τους. Στις αρχές του 1901 ύστερα από περιπλάνηση στη φιλολογική και θεατρική Ευρώπη εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, όπου θα γίνει ιδρυτής του θιάσου Νέα Σκηνή και θα επηρεάσει βαθιά την εξέλιξη του νεοελληνικού θεάτρου εισάγοντας για πρώτη φορά την έννοια του σκηνοθέτη.