Αν ανατρέξεις στα παιδικά σου χρόνια, σίγουρα θα έχεις κι εσύ ως ανάμνηση να επιστρέφεις από τη σχολική παρέλαση και μεταξύ μπακαλιάρου και σκορδαλιάς να βλέπεις με την υπόλοιπη οικογένεια κάποιες από τις ταινίες για την Ελληνική Επανάσταση που έδειχνε η τηλεόραση. Μία συνήθεια που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, ίσως όχι με την ίδια ένταση.
«Μαντώ Μαυρογένους», «Παπαφλέσσας», «Οι Σουλιώτες» είναι κάποιες από τις πατριωτικές ταινίες, που είχαν και εξακολουθούν να έχουν την τιμητική τους κάθε 25η Μαρτίου. Και σε αυτές, λαμπεροί αστέρες της εποχής, ονόματα της πρώτης γραμμής του κινηματογράφου, άφησαν στην άκρη τους δραματικούς, κυρίως, ρόλους, έβαλαν τις φουστανέλες και τα τσαρούχια κι έπιασαν το τουφέκι για να υποδυθούν τους ήρωες του ’21. Αυτό ίσχυε και με γυναίκες σταρ του κινηματογράφου, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τζένη Καρέζη στην ταινία, «Μαντώ Μαυρογένους» που γι’ ακόμη μία φορά παρέδωσε μαθήματα υποκριτικής.
Η συναισθηματική πλευρά της αγωνίστριας του ‘21
«Τι έχω προσφέρει στον αγώνα εγώ, εγώ η Μαντώ Μαυρογένους; Τίποτα!». Είναι τα τελευταία λόγια της Τζένης Καρέζη ως Μαντώ Μαυρογένους στην ομώνυμη ταινία. Το φινάλε της ταινίας με τα συγκλονιστικά λόγια και την υποδειγματική ερμηνεία της ηθοποιού, είναι σίγουρα η σκηνή που στιγμάτισε την ταινία. Κι έχει μείνει ως μία από τις συγκλονιστικές σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου.
Η Τζένη Καρέζη έναν χρόνο πριν είχε περάσει το κατώφλι της Καραγιάννης – Καρατζόπουλος και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Κώστα Καραγιάννη πρωταγωνιστεί στην ταινία «Μαντώ Μαυρογένους». Η διαφορά της ταινίας αυτής με άλλες επικές της εποχής, είναι πως επικεντρώνεται περισσότερο στην άτυχη ιστορία αγάπης της ηρωίδας με τον Δημήτριο Υψηλάντη (Πέτρος Φυσσούν), παρά στις μάχες.
Μάλιστα, οι πολεμικές σκηνές είναι λίγες στη διάρκεια της ταινίας, μιας και δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για πολλά εξωτερικά γυρίσματα. Έτσι, τα περισσότερα είναι σε εσωτερικούς χώρους κι επειδή είχαμε να κάνουμε και με μπόλικο συναίσθημα, ανάμεσα στη Μαντώ Μαυρογένους και τον Δημήτριο Υψηλάντη, ο σκηνοθέτης έπαιξε κυρίως με τα κοντινά πλάνα στους πρωταγωνιστές και τις ψυχικές τους διακυμάνσεις. Άλλωστε, το υποκριτικό ταλέντο της Καρέζη και του Φυσσούν, του έδινε αυτή τη δυνατότητα.
Η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 1971 κι έκοψε 200 χιλιάδες εισιτήρια, τερματίζοντας στην 20η θέση, ανάμεσα σε 90 ταινίες την ίδια περίοδο. Δε μπορούμε να πούμε ότι ήταν από τις εμπορικές επιτυχίες, όμως, σίγουρα είναι η ταινία που την έχουμε συνδέσει άρρηκτα με την 25η Μαρτίου.
Η υπερπαραγωγή του ελληνικού κινηματογράφου
Η άλλη ταινία που την έχουμε συνδέσει με την ημέρα της Εθνικής επετείου, σίγουρα είναι ο «Παπαφλέσσας». Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, στην πιο ώριμη επαγγελματική του φάση, γίνεται Γρηγόρης Δικαίος και χαρίζει μία μοναδική ερμηνεία. «Την καλύτερη της καριέρας του» είχαν πει τότε, οι κριτικοί κινηματογράφου.
Ο «Παπαφλέσσας» είναι σωστή υπερπαραγωγή, το κόστος της οποίας άγγιξε τα 12 εκατομμύρια δραχμές. Ποσό δυσθεώρητο για τα οικονομικά δεδομένα της εποχής. Η ταινία ήταν συμπαραγωγή της Φίνος Φιλμ με τον Τζέιμς Πάρις, ενώ είχαν χρησιμοποιήσει 3.000 κομπάρσους, οι περισσότεροι φαντάροι, όπως λέγεται, λόγω των φιλικών σχέσεων που είχε ο Πάρις με το καθεστώς της Χούντας.
Η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους τον Οκτώβριο του 1971, έκοψε 297.817 εισιτήρια και τερμάτισε 10η την περίοδο εκείνη. Μάλιστα, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης απέσπασε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας (Ερρίκος Ανδρέου) και αρτιότερης παραγωγής, ενώ δόθηκε τιμητική διάκριση στον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Διονύση Φωτόπουλο.
Στον «Παπαφλέσσα» πρωταγωνιστούν αρκετοί αστέρες της εποχής, όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Χαρακτηριστικές εδώ είναι οι σκηνές, όπου ο Δημήτρης Ιωακειμίδης ως Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προσπαθεί να δώσει θάρρος στους Έλληνες και το φινάλε της ταινίας, όπου ο Ιμπραήμ Πασάς (Στέφανος Στρατηγός) ασπάζεται το άψυχο σώμα του Παπαφλέσσα, αναγνωρίζοντας τη γενναιότητα του.
Η λίμνη των στεναγμών
Το 1959, ο Γρηγόρης Γρηγόριου έχοντας ως πηγή έμπνευσης το ποίημα «Κυρά Φροσύνη» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, αποφάσισε να μεταφέρει την τραγική της ιστορία στη μεγάλη οθόνη. Στο πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται η Ειρήνη Παππά που υποδύθηκε με υποδειγματικό τρόπο την Φροσύνη, ενώ στο ρόλο του Αλή Πασά ήταν ο Τζαβαλάς Καρούσος. Μαζί τους ο Ανδρέας Μπάρκουλης ως ο γιος του Αλή Πασά, Μουχτάρ.
Ο παράνομος έρωτας της κυρά Φροσύνης με τον Μουχτάρ δεν μένει ατιμώρητος. Μετά από εντολή της γυναίκας του Μουχτάρ, η Φροσύνη βρίσκεται στο παλάτι του Αλή Πασά. Εκείνος την ερωτεύεται, αλλά η κυρά Φροσύνη αποκρούει τον έρωτά του κι έτσι ο Πασάς διατάζει να την πνίξουν στην λίμνη των Ιωαννίνων.
Η «Λίμνη των στεναγμών» προβλήθηκε την περίοδο 1959-1960, έκοψε 33.317 εισιτήρια και τερμάτισε στην 23η θέση, ανάμεσα σε 52 ταινίες.
Οι Σουλιώτες
Ακόμη μία ταινία που έχει την τιμητική της, σχεδόν κάθε χρόνο. Είναι οι «Σουλιώτες» σε παραγωγή του Τζέιμς Πάρις και επρόκειτο για τη μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Μιχάλη Περάνθη, στη μεγάλη οθόνη.
Η ταινία έχει και πολεμικό χαρακτήρα με αρκετές σκηνές μάχης (δε μπορούμε να πούμε ότι εδώ παραδίδονται μαθήματα πολεμικών σκηνών), όμως, ούτε και αυτή ξεφεύγει από τον έρωτα, στην προκειμένη περίπτωση ανάμεσα στη Βαγγελή (Κάτια Δανδουλάκη) και τον Γκόγκα. Μάλιστα, η Κάτια Δανδουλάκη αν και στις αρχές της καριέρας της, ξεχωρίζει στην ταινία με την ερμηνεία της, όπως βέβαια και η Αλέκα Κατσέλη ως μητέρα του Τζαβέλα.
Το φινάλε της ταινίας, όπου ο καλόγερος (Λαυρέντης Διανέλλος) ανατινάζει το Κούγκι είναι η καλύτερη και πιο θεματική σκηνή της ταινίας. Οι Σουλιώτες προβλήθηκαν στις αίθουσες το 1972, έκοψαν 117.124 εισιτήρια και τερμάτισαν στην 40η θέση ανάμεσα σε 90 ταινίες. Δε μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί κι έκπληξη.
Η ταινία που αποτελεί φωτεινή εξαίρεση
Για πολλούς έκανε τη διαφορά την περίοδο εκείνη, όπου οι επικές ταινίες γυρίζοντα σωρηδόν. Η Φίνος Φιλμ, παρέα με τον Πάνο Γλυκοφρύδη (υπέγραψε το σενάριο και τη σκηνοθεσία), θέλησαν σε μία από τις τελευταίες παραγωγές της εταιρείας, να καταπιαστούν με μία άλλη πλευρά της Ελληνικής Επανάστασης.
Θέλησαν να ρίξουν φως -όσο αυτό ήταν δυνατό- στη δίκη της μεγαλύτερης μορφής του Αγώνα του ’21, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Στη «Δίκη Των Δικαστών» επιχειρείται μία προσέγγιση των γεγονότων που σημάδεψαν τις δίκες, δίνοντας χωρίς υπερβολές και κορώνες, μία ανάγλυφη περιγραφή του πώς λειτουργούσε ο μηχανισμός στην Ελλάδα.
Η ταινία ήταν η τελευταία του Νίκου Κούρκουλου στη Φίνος και ο ηθοποιός χαρίζει στο κοινό ακόμη μία σπουδαία ερμηνεία. Μάλιστα, η σκηνή της απολογίας του ως Δικαστής Αθανάσιος Πολυζωϊδης, ο οποίος κατηγορήθηκε επειδή δεν υπέγραφε την εις θάνατον καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, είναι συγκλονιστική και θεωρείται πάντα επίκαιρη. Στο ρόλο του Κολοκοτρώνη ήταν ο σπουδαίος Μάνος Κατράκης, ενώ ο Δημήτρης Μυράτ, ήταν ο Ιωάννης Καποδίστρια.
Ο τελειομανής Φίνος στη «Δίκη των δικαστών» προσπαθεί να έχει το αρτιότερο αποτέλεσμα, δίνοντας βάση στην παραμικρή λεπτομέρεια. Τα κοστούμια που σε μεταφέρουν στην εποχή και δεν έχουν ίχνος προχειρότητας, έφεραν την υπογραφή του Διονύση Φωτόπουλου. Τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα και στο Ναύπλιο.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 1974 κι έκοψε μόλις 98.299, αριθμός που θεωρείται μικρός τόσο για τα δεδομένα της Φίνος, όσο και για το μέγεθος των πρωταγωνιστών. Άλλωστε, η «Δίκη των δικαστών», αν και πρόκειται για μία πραγματικά εξαιρετική ταινία, δεν είναι από τις ιδιαίτερα προβεβλημένες στην τηλεόραση.