Όπως λέει κι ο ίδιος σε μια δεξίωση, «Οικοτροφείο, στρατός, γάμος»… Μια ζωή εσώκλειστος, μια ζωή ψυχαναγκαστικά πειθήνιος, comme il faut και οργανωμένος, ο μεσήλιξ χρηματιστής κύριος Ζουμπέρ θα… δει το φως το αληθινό, θα μυρίσει τις συναισθηματικές εκρήξεις της ζωής, θα νιώσει τη χαρά της αλληλεγγύης και της προσφοράς χωρίς τίμημα, όταν η όμορφη Σπανιόλα Μαρία θα έρθει ως οικόσιτη υπηρέτρια στο παρισινό σπιτικό εκείνου, της εντελώς αργόσχολης και «ανυποψίαστης» συζύγου του και των δυο (επίσης οικότροφων) κακομαθημένων γιών του.
Η Μαρία μένει μαζί με άλλες πεντέξι συμπατριώτισσές της, επίσης υπηρέτριες άλλων ενοίκων της γειτονιάς, στον έκτο όροφο του σπιτιού του Ζουμπέρ. Είναι γυναίκες δυναμικές, γεμάτες αγάπη για τη ζωή, παρά τις αναποδιές της, που μετανάστευσαν στην ευμάρεια της Πόλης του Φωτός είτε για λόγους οικονομικούς, είτε για να ξεφύγουν από την φρανκική δικτατορία. Κάτι η περήφανη ομορφιά της υπηρέτριας, κάτι η συνειδητοποίηση της ύπαρξης ενός άλλου, διαφορετικού κόσμου, ο κύριος χρηματιστής θα αρχίσει να κάνει πρώτα εξυπηρετήσεις –εκτός επίσημου… πρωτοκόλλου– και μετά κανονική παρέα με τις μπριόζες Ισπανίδες. Μέχρι που, διωγμένος από την γυναίκα του για ψιλοάσχετο λόγο από το σπίτι, θα πάει να μείνει σε ένα δωματιάκι, εκεί, στον έκτο όροφο μαζί τους…
Παράλληλα με όλη αυτήν την προσωπική ιστορία, που εικονογραφείται πολύ καλαίσθητα (οι πίνακες με τα γυμνά του σαλονιού σε αντιπαραβολή με την γυμνή Μαρία που παίρνει το μπάνιο της, ας πούμε), ψυχανεμιζόμαστε και το κοινωνικό πλαίσιο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον Μάη του ’68… Και την βαθιά νυχτωμένη αστική τάξη σε μια παράσταση του Ιονέσκο, λόγου χάρη, όταν η ίδια ζει σε απόλυτη ιονέσκεια νιρβάνα… Ε, στο τέλος της ταινίας βγαίνει κι ένα κάποιο αισθηματικό κορδελάκι μεταξύ του αφεντικού και της υπηρέτριας, που, αν και θα μπορούσε να λείπει, είναι εξίσου τίμιο και, στην τελική, δεν μειώνει το σύνολο. Πολύ καλός ο Λουσινί, απολαυστικές φιγούρες οι «άσχημες» σπανιόλες φιλενάδες της όμορφης Μαρίας.