Ο Ρόμπι Γουίλιαμς ήταν μόλις 15 ετών όταν συμμετείχε στην ακρόαση που διοργάνωνε ο μάνατζερ Νάιτζελ Μάρτιν Σμιθ. Στόχος του αμφιλεγόμενου Σμιθ ήταν να δημιουργήσει ένα βρετανικό boyband που θα γνώριζε αντίστοιχη επιτυχία με τους New Kids on the Block. Τελικά, ο Ρόμπι Γουίλιαμς επιλέχθηκε για το συγκρότημα που θα ονομαζόταν Take That και έμελλε να μετατραπεί σε ένα από τα πιο επιτυχημένα συγκροτήματα της βρετανικής μουσικής σκηνής.
Στην ταινία BetterMan, τον ρόλο του Σμιθ υποδύεται ο αυστραλός ηθοποιός Ντέιμον Χέριμαν. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Νάιτζελ είχε εξαιρετική ικανότητα να αναγνωρίζει ταλέντα», λέει ο Χέριμαν. «Είδε πάρα πολλά άτομα και κατέληξε σε αυτούς τους πέντε που ο καθένας είχε να προσφέρει κάτι πολύ διαφορετικό. Δε νομίζω πως μπορεί να υποτιμηθεί η συνεισφορά του στην επιτυχία του συγκροτήματος. Εξασφάλιζε ότι θα έδιναν συνέχεια συναυλίας, μεγαλώνοντας το ακροατήριό τους, προσέλαβε σπουδαίους χορογράφους. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Νάιτζελ έδωσε το κίνητρο στον Ρόμπι να πετύχει στη σόλο καριέρα του, μιας και ο ίδιος ο Ρόμπι είχε πει σε μία παλιότερη συνέντευξή του πως αυτό που πάντα ήθελε ήταν να τον αγαπήσει ο Νάιτζελ, αλλά ποτέ δεν το ένιωσε αυτό όσο ήταν στους TakeThat», προσθέτει.
Ο σκηνοθέτης Μάικλ Γκρέισι, γνώριζε τον Χέριμαν για πολύ καιρό, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα καταφέρουν να συνεργαστούν. «Ο Ντέιμον είναι εξαιρετικά ταλαντούχος», αναφέρει. «Η απόδοσή του ως Νάιτζελ ήταν απολαυστική. Οι ματιές που ρίχνει στα μέλη είναι τόσο εκφραστική. Το κάνει με έναν τρόπο που σε κάνει να χαμογελάς, ακόμα και όταν γίνεται σκληρός».
Οι Take That στη μεγάλη οθόνη
Η ταινία ζωντανεύει την ενέργεια και τη φιλία των μελών του συγκροτήματος, με μήνες προετοιμασίας να προηγούνται για τη χορογραφία και τις ερμηνείες των ηθοποιών. Ο Τζόνο Ντέιβις ενσαρκώνει τον Ρόμπι Γουίλιαμς, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί παίζουν τους Γκάρι Μπάρλοου (Τζέικ Σίμανς), Χάουαρντ Ντόναλντ (Λίαμ Χεντ), Τζέισον Όραντζ (Τσέις Βολενβάιντερ ) και Μαρκ Όουεν (Τζέσι Χάιντ). «Δημιουργήσαμε μια πολύ στενή φιλία», δηλώνει ο Ντέιβις. «Είμαστε πολύ δεμένοι, οπότε ο Μάικλ μας επέτρεψε να αυτοσχεδιάσουμε».
Ο Σίμανς περιγράφει τον Γκάρι Μπάρλοου ως «αγκάθι στο πλευρό του Ρόμπι», λόγω της διαμάχης τους για τον δημιουργικό έλεγχο του συγκροτήματος. Ο Χάιντ από την άλλη σημειώνει ότι ο Μαρκ Όουεν ήταν συχνά ο μόνος φίλος του Ρόμπι στη μπάντα, προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες, ενώ ο Βολενβάιντερ παρατηρεί πως τα μέλη του συγκροτήματος ξεκίνησαν ως πραγματικοί φίλοι, μη γνωρίζοντας πού έμπλεκαν, αλλά η απότομη φήμη και η πίεση που τη συνόδευε άλλαξε τη δυναμική στη σχέση τους, οδηγώντας σε συγκρούσεις.
Για τον Μάικλ Γκρέισι η εύρεση των κατάλληλων ηθοποιών που θα ερμήνευαν τα μέλη των Take That ήταν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ταινίας. «Όταν τους βρήκαμε όμως, ήταν πραγματικά ιδιαίτερο να τους βλέπεις να κάνουν πρόβες μαζί και νομίζω πως αυτό το δέσιμο αποτυπώνεται στην οθόνη. Έμοιαζε λες και γνωρίζονταν καιρό. Η συνύπαρξη αυτών των ατόμων πρόσφερε μια αναπάντεχη ευτυχία», προσθέτει ο Γκρέισι.
Η πτώση και η αναγέννηση μετά την αποχώρηση από τους Take That
Ο Γουίλιαμς αναπολεί τα πρώτα του χρόνια με τους Take That, ενθυμούμενος πως όλοι βρήκαν αμέσως τον ρόλο τους στο συγκρότημα. «Ο δικός μου ήταν να είμαι ο ενοχλητικός, ο τύπος που έμπλεκε διαρκώς», θυμάται. «Φαντάζομαι, ανταποκρίθηκα στο ρόλο μου. Η αντίδρασή μου στην αδιαφορία ήταν να τα τινάξω όλα στον αέρα. Η φήμη σε τόσο νεαρή ηλικία είναι διαβρωτική και τοξική».
Το 1995, ο Γουίλιαμς αποχώρησε από το συγκρότημα με τα μέλη να επανασυνδέονται το 2009 για ένα νέο δίσκο και μια σειρά συναυλιών. Η σχέση ανάμεσά τους πλέον είναι πολύ καλή και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γουίλιαμς, «Αν αυτή ήταν μια ταινία για τον Ρόμπι Γουίλιαμς από το 2009 μέχρι σήμερα, θα ήταν μια ρομαντική ιστορία με τον Γκάρι Μπάρλοου».
Από την αποχώρησή του και μετά, ο Γουίλιαμς βυθίστηκε σταδιακά σε μια αυτοκαταστροφική πορεία, γεμάτη εξαρτήσεις και αμφιβολίες∙ μία περίοδο την οποία η ταινία δεν αποφεύγει να αποτυπώσει σε όλη της την τραγικότητα. «Ο Ρομπ αγχώνεται και αμφιβάλλει διαρκώς», παρατηρεί ο Γκρέισι. «Δίνει μια πραγματική μάχη, με την οποία όλοι μπορούν να ταυτιστούν ως έναν βαθμό. Η ιδέα ότι δεν αξίζεις να αγαπηθείς, την ίδια στιγμή που 100.000 άτομα ουρλιάζουν το όνομά σου, σε κάνει να αισθάνεσαι τόσο μόνος. Είναι κάτι που δεν κατανοείς μέχρι να το αντιληφθείς. Είμαστε τόσο τυχεροί που ο Ρομπ μας άφησε να τα δείξουμε όλα αυτά».
Ο ίδιος ο Γουίλιαμς παραδέχεται πως οι αμφιβολίες και το άγχος για τον εαυτό του ποτέ δεν τον εγκατέλειψαν. «Από πού προέρχεται αυτό; Υπάρχει κάποιο τραύμα από την παιδική ηλικία που ζει μέσα μου και βγαίνει στις στιγμές όπου περιμένουν πολλά από μένα. Η τρομερή έλλειψη αυτοεκτίμησης, σε συνδυασμό με την πομπώδη εικόνα που προβάλλω στη σκηνή, είναι κάτι το ιδιαίτερο. Λίγοι το βιώνουν έτσι, αλλά ελπίζω οι άνθρωποι να μπορούν να το κατανοήσουν, γιατί το άγχος είναι άγχος».
Η δύναμη της αναγέννησης
Αυτή η ανθρώπινη και συγκινητική πορεία ζωής αποτελεί, σύμφωνα με τον Γκρέισι, την καρδιά της ταινίας. «Βλέπεις κάποιον να ανεβαίνει στην κορυφή όχι μία, αλλά δύο φορές», αναφέρει, σημειώνοντας την τεράστια επιτυχία της σόλο καριέρας του Γουίλιαμς μετά την αποχώρησή του από τους Take That. Λίγο αργότερα συμπληρώνει, «Έπεσε στο χαμηλότερο σημείο μετά τους Take That. Ουσιαστικά, οι άνθρωποι έλεγαν, “Τελείωσε. Είσαι 21, είχες τη στιγμή σου στη δημοσιότητα.” Και παρά όλα όσα του έλεγαν, τα κατάφερε ξανά, και ως σόλο καλλιτέχνης ήταν ακόμα πιο επιτυχημένος. Για μένα, το να ορθοποδείς και να το κάνεις όλο αυτό από την αρχή είναι απίστευτο. Υπάρχει πραγματική συγκίνηση στο να βλέπεις κάποιον να κάνει το αδύνατο».
Λίγα λόγια για την ταινία
Η ταινία αποτυπώνει την άνοδο, την πτώση και την αναγέννηση του Ρόμπι Γουίλιαμς, ενός εκ των εμπορικότερων καλλιτεχνών της βρετανικής μουσικής σκηνής. Εμπνευσμένος από προσωπικά βιώματα του αγαπημένου δημιουργού, ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος της ταινίας Μάικλ Γκρέισι («The Greatest Showman»), υπόσχεται μια κινηματογραφική εμπειρία που δε μοιάζει με καμιά άλλη!
Σκηνοθεσία: Μάικλ Γκρέισι
Ηθοποιοί: Ρόμπι Γουίλιαμς, Τζόνο Ντέιβις, Κέιτ Μάλβανι, Στιβ Πέμπερτον
Είδος: Μουσική, Βιογραφία
Διάρκεια: 131’
Η ταινία κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 2 Ιανουαρίου από τη The Film Group