Εύκολα μπορεί κανείς να μιλήσει γι’ αυτό ακόμα κι αν δεν το έχει καν φυλλομετρήσει. Γνωρίζει πως πρόκειται για μια τεράστια τοιχογραφία της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα κι ακόμα πως αποτελεί μια από τις ωραιότερες ερωτικές ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ – έτσι την είχε χαρακτηρίσει κι ο Βλαντιμίρ Ναμπούκοβ -όπως ξέρει πως κι η ομώνυμη ηρωίδα, που έχει διαπράξει το «έγκλημα» της μοιχείας, φτάνει να δώσει τέλος στη ζωή της, πέφτοντας στις ράγες ενός τρένου.
Δεν αποκλείεται μάλιστα να γνωρίζει και την εναρκτήρια φράση του βιβλίου, διάσημη στα λογοτεχνικά χρονικά:
«Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες κι απαράλλαχτες, όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια τη βαραίνει η δική της, η ιδιαίτερη δυστυχία».
Η «Αννα Καρένινα», το αριστούργημα του Λέοντος Τολστόι πέρα από τη γνωστή σε όλους ιστορία συμπυκνώνει και πολλές από τις θέσεις του συγγραφέα για ζητήματα φιλοσοφικά και κοινωνικά. Αναπαρίσταται με τον πλέον εναργή τρόπο η ρωσική αριστοκρατία, η κοινωνική διαστρωμάτωση με τις συνήθειες και τα ήθη της εποχής την ώρα που οι χαρακτήρες αποδίδουν με ιδιαίτερη ένταση τις εσωτερικές συγκρούσεις, τα πάθη και τις επιλογές τους, επιλογές που υποστηρίζουν με κάθε κόστος.
Δεν είναι απλά μια υπόθεση μοιχείας αλλά ένα έργο στο οποίο συνυπάρχουν παράλληλες εφαπτόμενες ιστορίες με κύριους και δευτερεύοντες χαρακτήρες, που ο καθένας βάζει την ξεχωριστή του πινελιά στον κοινωνικό καμβά.
Οικογενειακές υποθέσεις ξετυλίγουν και φέρνουν στο φως με παραστατικότητα την αέναη περιπέτεια του ανθρώπου στην προσπάθειά του να καταλάβει ποιος είναι και να κατακτήσει την ευτυχία. Σε αυτό το πλαίσιο παρουσιάζονται πολλές οικογένειες, διάφοροι πιστοί και άπιστοι εραστές ανάμεσα σε δύο βασικές ερωτικές ιστορίες, αυτή της Άννας και του Βρόνσκι, κι αυτή του Λέβιν και της Κίτη.
Η Άννα μια νέα όμορφη γυναίκα της υψηλής κοινωνίας, η οποία ζει σε μια καταπιεστική γι’ αυτήν οικογένεια μαζί με τον σύζυγό της και τον μικρό γιο της, σύντομα γοητεύεται από τον Βρόνσκι,. Η ισορροπία της ζωής της ανατρέπεται από τον όμορφο πλούσιο και κοσμικό νέο, και η αίσθηση του καθήκοντος καθώς και η μητρική αγάπη δείχνουν να μην αρκούν για να αποφευχθεί ο έρωτας που αναπτύσσεται. Μαζί του όμως αναπτύσσεται κι ο αυστηρός σχολιασμός της κοινωνίας. Ο σύζυγος Καρένιν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την ξανακερδίσει, αρνείται το διαζύγιο, αλλά κι αυτό δεν είναι αρκετό. Όταν η Άννα θα μείνει έγκυος από τον Βρόνσκι , ο συμβιβασμός του απατημένου συζύγου να μεγαλώσει το παιδί του εραστή είναι ακόμα πιο ανίσχυρος για να αποτρέψει την φυγή της ερωτευμένης.
Το ταξίδι στην Ευρώπη των δύο εραστών που ακολουθεί είναι ίσως από τις λίγες ευτυχισμένες στιγμές τους. Η επιστροφή τους από αυτό είναι κι εκείνη που σημαίνει την αρχή του τέλους . Η κοινωνική κατακραυγή, η άρνηση του Καρένιν να δώσει το διαζύγιο στην Άννα, οι απιστίες του Βρόνσκι, οδηγούν την πρωταγωνίστρια αρχικά στη μορφίνη και εντέλει στις ράγες ενός σιδηροδρομικού σταθμού.
Ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων αναδιπλώνεται και οι ψυχολογικές παρατηρήσεις αναδεικνύουν την βαθιά ενορατική ικανότητα του συγγραφέα. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με περιγραφές των εξωτερικών χώρων που εντείνουν τη ρεαλιστική αποτύπωση ενός ολόκληρου κόσμου ο οποίος παραμένει ες αεί ζωντανός.
Ταυτόχρονα το φιλοσοφικό βάθος είναι διάχυτο σε όλο το έργο με τις υπαρξιακές αναζητήσεις του δεύτερου ήρωα ,του Λέβιν, να προσθέτουν έντονες πινελιές στη σκιαγράφησή του.
Η κατάληξη αυτής της δεύτερης παράλληλης ιστορίας βέβαια είναι κάθε άλλο παρά θλιβερή … Ο πλούσιος κτηματίας και φίλος της οικογένειας του αδερφού της Άννας, Λέβιν, είναι προσκολλημένος στις γεωργικές του εργασίες στη συγγραφή ενός βιβλίου γι’ αυτές και στην Κίτη, μια αντίζηλο της Άννας που είναι ερωτευμένη με τον Βρόνσκι. Αν και στην αρχή τον αρνείται στο τέλος καταφέρνει και την κατακτά και μαζί της κατακτά και την ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή.
Επί εκατοντάδες σελίδες, ο Τολστόι ζωντανεύει την εσωτερική πάλη που δίνουν η Αννα και ο Λέβιν χωριστά, στήνοντας γύρω τους ένα ψηφιδωτό ανθρώπινων χαρακτήρων από το κοινό τους περιβάλλον – αριστοκράτες, διανοούμενους, γραφειοκράτες- και μόνο προς το τέλος τούς παρουσιάζει να συναντιώνται από κοντά, υπογραμμίζοντας στον αναγνώστη αυτό που τους ενώνει πάνω απ’ όλα: την ειλικρίνειά τους μέσα σ’ έναν αντιφατικό και με περίσσευμα υποκρισίας κόσμο. Η εκτίμηση που δείχνει ο Λέβιν για την περιβόητη μοιχαλίδα, αντανακλά και τα αισθήματα του Τολστόι απέναντί της, που μέχρι ν’ αποκρυσταλλωθούν είχαν περάσει από σαράντα κύματα.
Σε αυτές τις εκατοντάδες σελίδες όμως ορίζονται και η έννοια της αμφιβολίας, η αναζήτησης της αλήθειας, οι παρεκκλίσεις από τις κοινωνικές νόρμες, η νοσηρότητα, η απλότητα στις ανθρώπινες σχέσεις, η θέση του ατόμου στην κοινωνία και η ευθύνη του είναι μερικά από τα φλέγοντα ζητήματα που τίθενται με λεπτότητα και ευαισθησία από τον συγγραφέα.
Από τη μια η Άννα παρασύρεται από το πάθος της και οδηγείται σιγά σιγά στην καταστροφή μη μπορώντας να στηρίξει τις επιλογές της σε στέρεες βάσεις, ενώ από την άλλη ο Λέβιν κατανικά τα διλήμματά του σχετικά με το νόημα της ζωής μέσα στην οικογένεια, αλλά και κοντά στη φύση, κάνοντας πράξη τις απόψεις του γύρω από την απλότητα και ουσιαστική επικοινωνία του ανθρώπου με ό,τι τον περιβάλλει. Σ’ αυτόν η λύτρωση έρχεται μέσω της αποδοχής ότι το ωραίο δεν βρίσκεται στο μεγάλο και στο έντονο, αλλά στο μικρό, το ταπεινό και καθημερινό, αυτό που τόσο συχνά ο άνθρωπος προσπερνά στο κυνήγι της ικανοποίησης της ματαιοδοξίας του. Παράλληλα όμως ο συγγραφέας επιτυγχάνει μέσα από το μυθιστόρημά του όχι μόνο να καταδείξει όλες τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και να τις αντιμετωπίσει με κατανόηση.
Το έργο δημοσιευμένο σε συνέχειες μεταξύ 1873 και 1877, γράφτηκε στην πιο ταραγμένη περίοδο της ζωής του Τολστόι, λίγο πριν από την πνευματική κρίση που θα τον οδηγούσε ν’ αλλάξει ριζικά τις ιδέες του για το νόημα της ζωής, να στρέψει την πλάτη του στην τέχνη της μυθοπλασίας και να βυθιστεί για τα καλά στις θρησκευτικές του αναζητήσεις.
Ταυτόχρονα όμως ήταν και μια περίοδος, στιγματισμένη από έντονες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ιδεολογικές μάχες στο εσωτερικό της χώρας στις οποίες ο ίδιος ο συγγραφέας, ως ευγενής της υπαίθρου, υποστήριζε ότι καμιά αλλαγή δεν είναι εφικτή αν δεν αλλάξουν πρώτα οι ψυχές και οι σχέσεις των ανθρώπων.
Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που η ρεαλιστική και σοφά ζυγισμένη σύνθεση της «Άννας Καρένινα», με την αυτοκρατορική Ρωσία στο φόντο της, κι έναν παράφορο, παράνομο έρωτα στον πυρήνα της ν’ αντιδιαστέλλεται με τη συντροφικότητα του γάμου, αντιμετωπίστηκε έκτοτε ως η πνευματική αυτοβιογραφία του Τολστόι.
«Χτες το βράδυ μου είπε ότι είχε διακρίνει έναν τύπο παντρεμένης γυναίκας της υψηλής κοινωνίας· η γυναίκα αυτή φαινόταν συντετριμμένη. Μου εξήγησε ότι το ζητούμενο για εκείνον ήταν να τη σκιαγραφήσει μόνον ως άξια λύπησης και όχι ως ένοχη, και ότι από τη στιγμή που ετούτος ο τύπος γυναικός είχε παρουσιαστεί εμπρός του, όλα τα πρόσωπα και οι τύποι ανδρών που είχε φανταστεί στο παρελθόν έβρισκαν τη θέση τους και συγκεντρώνονταν γύρω από εκείνη τη γυναίκα. Τώρα φωτίστηκαν όλα, μου είπε» έγραφε στο ημερολόγιό της η γυναίκα του Σοφία, τρία χρόνια πριν ο Λέον καταπιαστεί με την «Αννα Καρένινα», ενώ ακόμα πάλευε μ’ ένα παλιότερο σχέδιό του, ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Μεγάλο Πέτρο.
Στο πρώτο σκαρίφημα του βιβλίου εν τούτοις, κι ενώ ο Τολστόι είχε στο μεταξύ ξεκοκαλίσει όλα τα γαλλικά μυθιστορήματα περί μοιχείας της εποχής του, η «αξιολύπητη» Αννα ήταν «μια γυναίκα πολύ αντιπαθητική και το τραγικό της τέλος δεν ήταν παρά η τιμωρία που της άξιζε», όπως σημειώνει ο Κούντερα στην «Τέχνη του μυθιστορήματος».
Ο βιογράφος του ρώσου κλασικού, Ανρί Τρουαγιά, υποστήριξε πως η μεταμόρφωσή της σ’ ένα καθ’ όλα ελκυστικό πλάσμα κι εντέλει σε τραγική ηρωίδα, οφείλεται στο ότι ο Τολστόι είχε φτάσει να την ερωτευτεί.
Η «Αννα Καρένινα» αγκαλιάστηκε αμέσως από το ρωσικό κοινό, μολονότι οι κριτικοί, ανάλογα και με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, διχάστηκαν. Ο Ντοστογέφσκι πάντως υποκλίθηκε αμέσως στον Τολστόι, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο του «αδιαμφισβήτητη απόδειξη του ρωσικού δαιμονίου» κι ως «ένα τέλειο καλλιτεχνικό έργο» που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παραγωγή. Με το πέρασμα δε του χρόνου, η «Αννα Καρένινα», χάρη στους εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων της, αναγνωρίστηκε κι ως πρόδρομος του μοντέρνου ψυχολογικού μυθιστορήματος που υπηρέτησαν μορφές όπως ο Τζόις, ο Φόκνερ και η Βιρτζίνια Γουλφ.
Ακόμα κι ο Νόρμαν Μέιλερ, όμως, στον Τολστόι χρωστάει ό,τι κατάφερε. Την εποχή που στα 25 του, πατώντας πάνω στις εμπειρίες του από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έγραφε το παρθενικό του μυθιστόρημα, τους «Γυμνούς και τους νεκρούς», που έμελλε να τον κάνει διάσημο από την μια μέρα στην άλλη, πριν στρωθεί στη γραφομηχανή, αφιέρωνε ώρες ολόκληρες στην ανάγνωση της «Αννας Καρένινα». Κι όπως θα έγραψε αργότερα στη «Μάγισσα τέχνη», «αυτή είναι η μεγαλοφυΐα του γέροντα: ο Τολστόι μας διδάσκει ότι η ευσπλαχνία έχει αξία και εμπλουτίζει τη ζωή μας μονάχα όταν είναι αυστηρή, ότι δηλαδή μπορούμε ν’ αντιληφθούμε όλα τα καλά και τα άσχημα ενός χαρακτήρα, αλλά εξακολουθούμε να νιώθουμε πως στην πλειονότητά μας, εμείς οι άνθρωποι, είμαστε πιθανόν λίγο περισσότερο καλοί παρά φρικτοί».
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»