«Θυμάμαι πάρα πολύ καλά πως έγινε και σταμάτησα να ζωγραφίζω. Έμεινα βράδυ, ύστερα από οκτώ ώρες που βρισκόμουνα στο στούντιό μου, ζωγραφίζοντας για πέντε ή δέκα λεπτά κάθε τόσο κι έπειτα πέφτοντας πάνω στο ντιβάνι και μένοντας εκεί ακίνητος κοιτάζοντας το ταβάνι για μια ή δύο ώρες – εντελώς ξαφνικά και ύστερα από τόσες μάταιες προσπάθειες είχα μια καταπληκτική έμπνευση. Έσβησα το τσιγάρο μου βιαστικά σ’ ένα τασάκι γεμάτο με αποτσίγαρα, πετάχτηκα σαν αίλουρος από τη θέση μου, εκεί που ήμουνα βυθισμένος τόσην ώρα, άρπαξα μια μικρή σπάτουλα που τη μεταχειριζόμουνα μερικές φορές για να ανακατώνω τα χρώματα κι άρχισα να σκίζω μ΄ αυτήν το τελάρο που πάνω του είχα ζωγραφίσει πριν, και δεν σταμάτησα παρά μόνο αφού το είχα κάνει κουρέλι.
Άρπαξα τότε από τη γωνιά του δωματίου ένα τελάρο λευκό στο ίδιο μέγεθος, πέταξα τα σκισμένα κομμάτια από το άλλο κι έβαλα στη θέση του πάνω στο καβαλέτο το άδειο. Και αμέσως μετά απ’ αυτό κατάλαβα πως όλη αυτή η ενεργητικότητά μου – να την πω δημιουργική;- ξοδεύτηκε εντελώς σ’ αυτή την άγρια χειρονομία μου για καταστροφή. Είχα δουλέψει πάνω σ’ αυτό το τελάρο τους τελευταίους δύο μήνες, με μια σκυλίσια υπομονή και χωρίς ανάπαυση»…
Ο Ντίνο είναι ζωγράφος, 35 ετών, και νιώθει προδομένος όχι μόνο σαν καλλιτέχνης αλλά και σαν άντρας.
Σ’ αυτό το σημείο της ζωής του, είναι που θα συναντήσει τη Σεσίλια, ένα μοντέλο για ζωγράφους, 16 ετών, ένα κορίτσι με περίεργη ψυχοσύνθεση γυναίκας και παιδιού, ένα κράμα αδιαφορίας και σεξουαλικής ωριμότητας, ένα κοινότατο «θηλυκό», που στα μάτια του καλλιτέχνη παίρνει διαστάσεις συμβόλου.
Ο Ντίνο πάσχει από πλήξη, την αναφέρει συχνά την περιγράφει, της δίνει σάρκα και οστά. Κι ίσως το μεγάλο στοίχημα που πετυχαίνει ο Μαράβια σε αυτό το έργο είναι να περιγράψει με τον πιο καλύτερο τρόπο αυτό το καταδυναστευτικό συναίσθημα. Η πλήξη για τον ήρωα είναι εκείνο που ξεκαθαρίζει και φανερώνει το τοπίο τη μια στιγμή για να περάσει στο σκοτάδι και την κενότητα την άλλη. Σαν μια αντίστροφη πρόοδος μαρασμού από μια σχεδόν στιγμιαία απώλεια ζωτικότητας. Η πλήξη προέρχεται από την αίσθηση ασάφειας μιας πραγματικότητας που είναι ανίκανη να τον ικανοποιήσει με μόνη τη δική της ύπαρξη, και μετασχηματίζεται σε ένα είδος ανικανότητας για επικοινωνία ή σε μια αδυναμία που δεν μπορεί να ελευθερωθεί κανείς από αυτή.
«Τώρα όταν σκέφτομαι τα περασμένα χρόνια, ανακαλύπτω ότι πάντα υπέφερα από πλήξη. Αλλά χρειάζεται να καταλάβει κανείς τι θέλω να πω μ’ αυτή τη λέξη. Γιατί για πολλούς ανθρώπους, πλήξη σημαίνει το αντίθετο από τη διασκέδαση. Για μένα, αντίθετα , η πλήξη δεν είναι το αντίθετο της διασκέδασης. Θα πρέπει να προχωρήσω για να πω ότι στην πραγματικότητα και σε ορισμένες πλευρές της η διασκέδαση, η ευχαρίστηση , μπορεί να δίνει μια διέξοδο, μια διαφυγή από τις έγνοιες, αλλά ωστόσο όλα αυτά σε μια πολύ ιδιαίτερη μορφή. Για μένα η πλήξη μοιάζει να είναι ένα είδος ανεπάρκειας και ατέλειας, κι ακόμα μια έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα, όταν πλήττω, έχει πάντα το ίδιο ατελές αποτέλεσμα επάνω μου όπως – για να κάνω χρήση μιας μεταφοράς – μια πολύ μικρή κουβέρτα πάνω σ ένα κοιμισμένο άνθρωπο μια νύχτα του χειμώνα. Σπρώχνει την κουβέρτα στα πόδια του και το στήθος του κρυώνει τότε την τραβάει πάνω στο στήθος του και κρυώνουν τα πόδια του. Κι έτσι ποτέ δεν καταφέρνει ν’ αποκοιμηθεί εντελώς. Η πάλι για να χρησιμοποιήσω μια άλλη σύγκριση, η πλήξη μου μοιάζει με μια επαναλαμβανόμενη και μυστηριώδη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος μέσα σ΄ ένα σπίτι».
Η ζήλια του Ντίνο για την κοπέλα, η απόδειξη της απιστίας της, η σχέση του έρωτά του μ’ αυτό το κλίμα της πλήξης, που τον εμποδίζει να ζωγραφίζει πια – όλ’ αυτά δοσμένα από τον Μοράβια μέσα σ’ ένα κλίμα φανταστικό σχεδόν, με λεπτομέρειες που καταντούν «ασφυκτικές» αποτελούν το χώρο, την ιστορία και το ύφος του βιβλίου.
Η σπουδή ενός έρωτα και οι αντιδράσεις στον ψυχικό κόσμο ενός άνδρα που παλεύει να εξουδετερώσει το σύμβολο της τυραννίας του, τη νεαρή γυναίκα με τη σεξουαλική αδηφαγία και που στο τέλος θα φανερώσει την εσωτερική του αδυναμία για κατάκτηση και προσαρμογή καθώς και η αναζήτηση του σημείου επαφής ανάμεσα στο κυρίαρχο θέμα και την παγκοσμιότητα του σύμπαντος αποτελεί την αληθινή υφή του έργου.
Η πάθηση της φυματίωσης των οστών από την οποία υπέφερε παιδί ο Μοράβια λένε ότι είναι ο λόγος που έγινε συγγραφέας. Το ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι του τον έκανε να συλλάβει το πρώτο του μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο Οι αδιάφοροι. Η αρρώστια όμως του άφησε μια ελαφριά αναπηρία: κούτσαινε. Με τα χρόνια μάλιστα ήταν απαραίτητη η υποστήριξη ενός μπαστουνιού. Κι όμως, αυτό δεν τον εμπόδισε καθόλου να ταξιδεύει συχνά στην Ευρώπη. Ανάμεσα στ’ άλλα ταξίδεψε για δεκαοχτώ συνεχόμενα χρόνια στην Αφρική, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου και του συγγραφέα. Πολυγραφότατος πεζογράφος, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός του κινηματογράφου, συγγραφέας ταξιδιωτικών εντυπώσεων.
Η θεματική της πλήξης είναι κυρίαρχη σε πολλά μυθιστορήματα του Μοράβια. Σημείο εκκίνησης είναι το δράμα του σύγχρονου ανθρώπου, άλλοτε του να είναι κανείς άνδρας, άλλοτε του να είναι κανείς γυναίκα. Πέρα από την εκκίνηση όμως ελλοχεύει κι ένας σχολιασμός της κατάστασης στην Ιταλία, συνήθως προκαλώντας το θρησκευτικό και πολιτικό κατεστημένο.
Η κοινωνική αλλοτρίωση, το σεξ χωρίς αγάπη, η συχνά αξιολύπητη εικόνα του ανδρικού φύλου, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η συναισθηματική ανικανότητα, τα προβλήματα του σύγχρονου ζευγαριού και η απομόνωση αποτελούν μερικούς από τους θεματικούς άξονες του μυθιστορήματός του.
Άρχισε να το γράφει -επηρεασμένος από τον Ρεμπό και τον Ντοστογιέφσκι- σε ηλικία 18 χρονών, το πρώτο του μυθιστόρημα «Οι αδιάφοροι», και το τέλειωσε ύστερα από τρία χρόνια, σε μια Ιταλία που συνταράσσεται από άγρια πάθη. «Είμαι μαθητής του Ντοστογιέφσκι· διάβασα το Έγκλημα και Τιμωρία όταν ήμουν έντεκα χρονών και τους Δαιμονισμένους στα δεκάξι μου» είχε δηλώσει σε μια από τις συνεντεύξεις του ενώ μια από τις διασημότερες ατάκες του ήταν «για να κερδίζεις λεφτά χρειάζεται ταλέντο, αλλά για να τα ξοδεύεις, χρειάζεται κουλτούρα».
Ο Ιταλός συγγραφέας Αλμπέρτο Μοράβια (1907-1990),είναι εκείνος που εξήγαγε την ιταλική Λογοτεχνία από τα σύνορά της, μετατρέποντάς την σε παγκόσμια, χωρίς μάλιστα να κατατάσσεται σε κανέναν λογοτεχνικό ρεύμα και καμιά λογοτεχνική σχολή.
Χαρακτηρίστηκε ως εμπορικός κυρίως γιατί μίλησε πρώιμα και ανοιχτά, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, για την κοινωνική αλλοτρίωση, την αδυναμία του άντρα να κοιταχτεί στον καθρέφτη της αυτολύπησής του, την απομόνωση στη μεγαλούπολη. Σχεδόν όλα τα βιβλία του «λιμνάζουν» στην πρωτεύουσα Ρώμη, όπου η ηθική της μικροαστικής επιβίωσης έχει εγκαθιδρυθεί στο Κολοσσαίο της θεαματικής ανόδου, με οποιοδήποτε τίμημα.
Η λογοτεχνική του επιβίωση όμως οφείλεται και στο ότι υπήρξε πρωτογενής, πρωτότυπος, ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, αποδομητής της ανόδου του φασισμού και sui generis αντικομφορμιστής.
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»