Ένα δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας, η «Λούνα» της Ρίκας Μπενβενίστε, ένα λεωφορείο με επιβάτες – θεατές και μια πρωτότυπη ιδέα, που «γεννήθηκε» εν μέσω κορονοϊού, αποτελούν τον κορμό μιας πολυσύνθετης θεατρικής δράσης, στην οποία ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης, χρησιμοποιώντας ως σκηνή τον δημόσιο χώρο και κάνοντας τον θεατή κοινωνό και συμμέτοχο αυτής, αναμοχλεύει την ιστορική μνήμη και (κατα)θέτει στον δημόσιο διάλογο ένα «δύσκολο» κομμάτι της ιστορίας της πόλης.
Το βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας και το Βραβείο Νίκου Θέμελη βιβλίο της Ρίκα Μπενβενίστε, η βιογραφία της Λούνας, μιας φτωχής κι αγράμματης γυναίκας, τα ίχνη της οποίας εύκολα χάνονται ανάμεσα στους αφανείς της ιστορίας, ανοίγει ένα «παράθυρο» για να δούμε εκ νέου και να μελετήσουμε τους εβραίους της Θεσσαλονίκης στην πόλη τους, το Ολοκαύτωμα, τη φτώχεια και τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτό το δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας, όπως το ονομάζει η ίδια η συγγραφέας, χρησιμοποίησε ως βάση για την ομότιτλη θεατρική δράση «Λούνα» ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, που «ανεβάζει» -κυριολεκτικά και μεταφορικά- το θέατρο στο λεωφορείο και με αφετηρία το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο περιηγείται στην πόλη και στα μέρη όπου έζησε η ηρωίδα για να καταλήξει σε μια ανοιχτή συζήτηση, σε ένα καφέ που αποπνέει τη γοητεία μιας άλλης εποχής, στην πλατεία Μαβίλη, όπου πέφτει η «αυλαία» με μια ανοιχτή συζήτηση, έναν δημόσιο διάλογο.
Το εμπειρικό στοιχείο είναι κεντρικό από την αρχική σύλληψη του έργου. Ο σκηνοθέτης θέλει να μας συναντήσει έξω από τα όρια της θεατρικής αίθουσας και μας «βγάζει» στον δημόσιο χώρο ώστε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ιστορίας, να γίνουμε μέρος του αφηγήματος και να γνωρίσουμε την ιστορία της πόλης εν κινήσει…
Το λεωφορείο ως σκηνή και «όχημα» ανασύνθεσης της ιστορικής μνήμης
«Δεν ξέρω αν θα κατέληγα σε μια τέτοιου είδους σύλληψη, αν δεν υπήρχε ο κορονοϊός», εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης, ο οποίος αυτή την εποχή, βρίσκεται στη διαδικασία της προετοιμασίας της πολυσύνθετης θεατρικής δράσης «Λούνα», που θα κάνει πρεμιέρα στις 24 Σεπτεμβρίου.
«Κατέθεσα την πρότασή μου για τη “Λούνα”, όταν υπήρχαν πολλοί περιορισμοί ένεκα της πανδημίας. Τα θέατρα -για παράδειγμα- δεν ήταν ανοιχτά, αλλά λειτουργούσαν τα λεωφορεία. Και σκέφτηκα ότι θα ήθελα να γίνει πολύ η παράσταση κι εφόσον δεν γίνεται να την κάνω σε έναν κλασικό χώρο, θα πρέπει να βρω έναν άλλον χώρο που να επιτρέπεται να γίνει. Κι αφού επιτρέπονται τα λεωφορεία θα γίνει μέσα σε λεωφορείο!», σημειώνει ο κ. Κωνσταντινίδης, εξηγώντας πως η επιλογή του λεωφορείου δεν είναι τυχαία, αφού συνδέεται με το κείμενο.
Κι αυτό επειδή, όπως επισημαίνει, «πρωταγωνιστής του κείμενου της Ρίκας Μπενβενίστε είναι εκτός από τη Λούνα, η ίδια η Θεσσαλονίκη και τα μέρη όπου έζησε αυτή η γυναίκα, πριν από την Κατοχή και μετά την επιστροφή της από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στη Θεσσαλονίκη. Και οι αλλαγές των τόπων πριν και μετά. Δηλαδή μέσα σε 2-3 χρόνια αλλάζει η όψη της Θεσσαλονίκης, όπως και από τότε μέχρι σήμερα η όψη έχει πάλι αλλάξει. Αυτό δεν ήθελα να το δείξω με προβολές, όπως θα γινόταν ενδεχομένως αν κάποιος ανέβαζε αυτό το κείμενο σε έναν κλειστό θεατρικό χώρο. Αλλά θα ήθελα να περάσουμε από τους χώρους αυτούς».
Το λεωφορείο δεν εξυπηρετεί, ωστόσο, μόνο την παράσταση ως σκηνή και όχημα μεταφοράς στους τόπους όπου έζησε και κινήθηκε η ηρωίδα του έργου αλλά ικανοποιεί και μια προσωπική ανάγκη του ίδιου του σκηνοθέτη να γνωρίσει καλύτερα την πόλη, η οποία τον φιλοξένησε ως φοιτητή και στην οποία επέστρεψε, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, για εργασιακούς λόγους. «Δεν είμαι από τη Θεσσαλονίκη, έκανα τις σπουδές μου εδώ, μετά έφυγα για πολλά χρόνια κι όταν επέστρεψα έμεινα στη Θεσσαλονίκη για τη δουλειά μου. Κατά έναν τρόπο είναι μια πόλη που μισογνωρίζω ή μάλλον αλλιώς τη γνώριζα ως φοιτητής, αλλιώς τώρα. Και ήθελα να τη γνωρίσω καλύτερα. Πιθανόν να οφείλεται και σ’ αυτό μια τέτοια επιλογή. Δηλαδή, κάθε τι που διαλέγουμε δεν είναι ένας μόνο ο λόγος. Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα συνήθως. Είναι περίεργες οι διασυνδέσεις που μπορούν να δημιουργηθούν ανάμεσα στις διάφορες αιτίες ή λόγους που μας οδηγούν κάπου», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Κωνσταντινίδης.
Μια θεατρική δράση που φέρνει διάδραση
Με δεδομένο ότι κάθε παράσταση ολοκληρώνεται με τη συμβολή διαφορετικών προσωπικοτήτων της πόλης, κάθε μια από τις παραστάσεις είναι και μια διαφορετική, αυτόνομη εμπειρία. Ξεκινώντας από τη συγγραφέα του βιβλίου Ρίκα Μπενβενίστε και συνεχίζοντας με τη Ρένα Μόλχο, μια σειρά από προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης, που έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν πολύτιμη προσωπική ματιά για την πόλη και την ιστορία της (επιστήμονες, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, πολιτικοί) «γίνονται» μέρος της συνολικής εμπειρίας, που θα εισπράττει το κοινό.
Αφήγηση, δραματοποίηση και στοιχεία ξενάγησης είναι τα χαρακτηριστικά της δράσης μέχρι να φτάσει το λεωφορείο με τους θεατές – επιβάτες στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό -ένα από τα πεδία του πολυσύνθετου καμβά της θεατρικής Λούνας- όπου θα υπάρξει μια εικαστική performance. Κι από εκεί στην πλατεία Μαβίλη -όταν ο ήλιος θα έχει αρχίσει να δύει λειτουργώντας προσθετικά στη γοητεία του καφέ Chantant- εκεί όπου ύστερα από την τελευταία σκηνή του έργου, διάρκειας 20 λεπτών, συντελεστές και θεατές θα έχουν την ευκαιρία να επιδοθούν σε έναν δημόσιο διάλογο, με το θέμα, πέραν του ίδιου του θεατρικού έργου και των ζητημάτων που θέτει προς σκέψη και προβληματισμό, θα είναι και ο ίδιος ο πολιτισμός στον δημόσιο χώρο, ο πολιτισμός δωρεάν προς τους πολίτες της πόλης.
«Η θεατρική αυτή δράση εμπλέκει την πόλη και τους κατοίκους της. Έτσι τους αφορά αμεσότερα. Είναι μια παράσταση που θέλει να μιλήσει για ένα θέμα που δεν είναι και πολύ γνωστό. Είναι το μετά τα στρατόπεδα. Επιμένουμε κυρίως στο τι έγινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και το μετά, όταν οι λίγοι άνθρωποι που διασώζονται επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ξεκινάει ένας άλλος Γολγοθάς, μια άλλη περιπέτεια», εξηγεί ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, ανοίγοντας έτσι τη συζήτηση για ένα «δύσκολο θέμα, που δεν θέλουμε να το συζητάμε», όπως είναι η καταστροφή και οι λεηλασίες των εβραίων συμπολιτών μας. «Πάμε να κουκουλώσουμε ένα μέρος της ιστορίας γιατί είμαστε υπαίτιοι γι’ αυτή την καταστροφή», αναφέρει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης, «σκαλίζοντας» βαθιά τις πληγές της ιστορικής μνήμης που δεκαετίες μετά το τέλος του πολέμου παραμένουν ανοιχτές κι αιμορραγούν.
Η δράση κλείνει με τρόπο εορταστικό, αφού η ηρωίδα του έργου, η Λούνα, κατάφερε κι επέζησε. Αυτή τη νίκη της ζωής απέναντι στον ζόφο των στρατοπέδων θανάτου, αλλά και τη συμφιλίωση και τη συμβίωση, «ντύνουν» με νότες οι μουσικοί που κλείνουν τη θεατρική δράση, η οποία περιλαμβάνει επίσης τη δημιουργία μιας ιστοσελίδας, στην οποία θα παρουσιαστεί όλη η δημιουργική διαδικασία, το συνοδευτικό ενημερωτικό (ιστορικό) υλικό του έργου, και κυρίως θα συνεχιστεί ο δημόσιος διάλογος πάνω στο διευρυμένο θέμα της βίας που αναπτύσσει η κάθε εποχή. «Σκοπός μας είναι να διερευνηθεί ο ζωτικός τρόπος που ο σημερινός άνθρωπος μπορεί να υπάρξει μέσα στο αστικό περιβάλλον και, κατ’ εξέλιξη, να το βελτιώσει», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Στέλλα Τενεκετζή, εκπροσωπώντας τους διοργανωτές.
Η παράσταση, για την οποία ένα μεγάλο μέρος των προβών, έχει ήδη ολοκληρωθεί, είναι ανοιχτή σε όλους και αφορά, όπως αναφέρουν οι συντελεστές της: τους πολίτες της Θεσσαλονίκης που θεωρούν την ιστορική μνήμη αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της πόλης, τους μαθητές, φοιτητές – η παράσταση έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα- την πανεπιστημιακή, ακαδημαϊκή και λογοτεχνική κοινότητα, την τοπική αυτοδιοίκηση που θέλει αφενός να δώσει μια απάντηση στη βία στον δημόσιο χώρο και, αφετέρου, να δώσει τη δυνατότητα στους δημότες να γνωρίσουν με βιωματικό τρόπο την ιστορία της πόλης τους, την Πολιτεία που θέλει έμπρακτα να δηλώσει ότι η ιστορία γράφεται καθημερινά και από τους απλούς ανθρώπους, την κοινωνία στο σύνολό της που θέλει τις πόλεις της να μην τις διασχίζει αλλά να τις ζει, τόσο μέσα από την ιστορία τους όσο και μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες που προσφέρουν.
Κατά πόσο, όμως, μπορεί το θέατρο να αλλάξει τα πράγματα, έστω και μέσα από τη διάδραση με τον θεατή; «Πραγματικά είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ενδεχομένως να μπορεί να συμβάλει ν’ αλλάξουν κάπως τα πράγματα. Άλλοτε έχω μια απάντηση κι άλλοτε δεν έχω καμία σε αυτό το ερώτημα. Είναι πώς πορεύεται κάτι που γίνεται στο θέατρο ή που έχει μια θεατρική μορφή, στη συνείδηση του κάθε θεατή», απαντά ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, εξηγώντας πως «αυτή είναι μία από τις λειτουργίες του θεάτρου: πρέπει να μας συνταράσσει και να μας αφορά και ως μονάδες και ως συλλογικότητες, ευρύτερα».
Για την πραγματοποίηση της δράσης, τη διοργάνωση – παραγωγή υπογράφει η Angelus Novus με επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού. Συνδιοργανωτής είναι το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο και η Αντιδημαρχία Πολιτισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης. Η Λούνα θα είναι παράλληλη δράση στο Φεστιβάλ Δημητρίων. Την οργάνωση της παραγωγής έχει αναλάβει η Electra Social Company. Μέγας χορηγός είναι η ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α.Ε.
Ταυτότητα Παράστασης
Η παράσταση βασίζεται στο έργο «Λούνα» της Ρίκας Μπενβενίστε και τη σκηνοθεσία – σύνθεση κειμένου παράστασης υπογράφει ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης. Την ευθύνη για τα σκηνικά – κοστούμια έχει ο Απόστολος Αποστολίδης, η μουσική είναι του Γιώργου Χρυσικού, ενώ οι υπόλοιποι συντελεστές έχουν ως εξής: κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα, Φωτισμοί: Στράτος Κουτράκης, δραματολόγος: Τατιάνα Λιάνη, βοηθός σκηνοθέτη: Σωτήρης Ρουμελιώτης, stage manager: Αντωνία Γεωργιάδου, σχεδιασμός δράσεων – διεύθυνση παραγωγής: Στέλλα Τενεκετζή, ηθοποιοί: Αλέξης Κότσυφας, Ελένη Μακίσογλου, Αντιγόνη Μπάρμπα, Σωτήρης Ρουμελιώτης, τραγούδι: Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη, μουσικοί: Λυδία Ανεστοπούλου, Γιώργος Χρυσικός.
*Οι φωτογραφίες είναι του Buba Soso Gabedava και παραχωρήθκαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ από τους διοργανωτές της δράσης «Λούνα».