Αγάπη για τη ζωή, το (καλό) φαγητό, αλλά και την πολιτισμική πολυμορφία – «μήτρα» πολλών κοινωνιών στον σύγχρονο κόσμο – «σερβίρει», μέσα από την κινηματογραφική οθόνη, μια… ταβέρνα στη Μελβούρνη.
«Taverna» είναι ο τίτλος της ταινίας του ομογενή σκηνοθέτη Αλκίνοου Τσιλιμιδού, μια μαύρη κωμωδία, όπου οι οικογενειακές ιστορίες (και τα… δράματα) των πρωταγωνιστών μπλέκονται αριστοτεχνικά με την ατμόσφαιρα μιας παραδοσιακής ελληνικής ταβέρνας, «γεννώντας» εικόνες που ξεχειλίζουν δράση, συναίσθημα και άφθονο… γέλιο!
Σε μια ελληνική ταβέρνα σε προάστιο της Μελβούρνης, ο ιδιοκτήτης της, ο Κώστας (σ.σ. τον υποδύεται στην ταινία ο Βαγγέλης Μουρίκης), προσλαμβάνει την Τζαμίλα, μια μητέρα που αντιμετωπίζει μια δύσκολη υπόθεση κηδεμονίας, ως χορεύτρια χορού της κοιλιάς.
Όταν ο πρώην σύζυγός της Αρμάν και η νέα φίλη του Ρεβέκκα εμφανίζονται ως πελάτες στην ταβέρνα, η Τζαμίλα αρνείται να χορέψει, δίνοντας τη θέση της σε μια σερβιτόρα, τη Σάλυ.
Τότε είναι που αρχίζει να ξετυλίγεται ένα «γαϊτανάκι» επεισοδιακών αλλά ταυτόχρονα και διασκεδαστικών σκηνών, που φέρνουν στην επιφάνεια τις προσωπικές ιστορίες των πρωταγωνιστών.
Άλλωστε, όπως εξηγεί -τηλεφωνικά- στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, από τη μακρινή Μελβούρνη, ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «το φαγητό, η γλώσσα, η διασκέδαση αλλά και το …δράμα» είναι αυτό που τού δημιουργούσε πάντα την αίσθηση του «ανήκειν» και η ταβέρνα ήταν το μέρος, όπου ως παιδί αισθανόταν πάντα πιο έντονα την ελληνική του «ταυτότητα».
«Ως παιδί που μεγάλωνα στην Αυστραλία, η ταβέρνα ήταν εκεί που αισθανόμουν περισσότερο …Έλληνας. Οι ιδιοκτήτες -εκείνα τα χρόνια- ήταν Έλληνες, τρώγαμε καλό ελληνικό φαγητό, μιλούσαμε ελληνικά… Ήταν εκεί που αισθανόμουν εγώ πιο άνετα, εκεί που αισθανόμουν πάντα την ελληνική μου ταυτότητα!», λέει χαρακτηριστικά ο γνωστός ομογενής σκηνοθέτης.
Σε μια ταβέρνα, την ίδια που χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό της ταινίας, στη Μελβούρνη, απολαμβάνοντας ένα ποτήρι καλό κόκκινο κρασί, παρέα με την ηθοποιό Emily O’ Brien-Brown (εκ των πρωταγωνιστών επίσης της ταινίας)«γεννήθηκε» και η ιδέα για την «Taverna», η οποία προς το παρόν προβάλλεται μόνο στην Αυστραλία, αφού, λόγω Covid, δεν έχει καταφέρει να «ταξιδέψει» στο εξωτερικό. Στόχος, ωστόσο, του κ. Τσιλιμιδού είναι να τη φέρει και σε κάποιο φεστιβάλ στην Ελλάδα.
«Ήταν (η ιδέα για την ταινία) μια λάμψη της στιγμής. Γνωρίζω χρόνια τον Βαγγέλη Μουρίκη και πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου πως θέλω να βρω ένα πρότζεκτ, στο οποίο θα μπορούσαμε να δουλέψουμε μαζί.
Ήμουν στην ταβέρνα και καθώς έπινα το κρασί μου, σκέφτηκα να “παντρέψω” διαφορετικούς χαρακτήρες, διαφόρων εθνικοτήτων -αφού πολυπολιτισμική είναι και η Μελβούρνη- φέρνοντας στο φως πτυχές και προβλήματα της ζωής τους, που ζητούν λύσεις και απαντήσεις», σημειώνει ο ομογενής σκηνοθέτης.
Μέσα από την ταβέρνα, ο Αλκίνοος Τσιλιμιδός -από τους πλέον γνωστούς σύγχρονους σκηνοθέτες στην Αυστραλία, με σειρά ταινιών στο ενεργητικό του- θέλει να δείξει, όπως λέει, πώς μπορεί τα γεγονότα μιας μόνο νύχτας κι ένα μέρος (η ταβέρνα) ν’ αλλάξουν τη ζωή κάποιου αλλά και την κοσμοθεωρία του- πώς δηλαδή βλέπει τη δική του ζωή αλλά και τους ανθρώπους γύρω του.
Εκτός από τον Βαγγέλη Μουρίκη και την Emily O’ Brien-Brown, στην ταινία παίζουν -μεταξύ άλλων- η Μαρία Μερσέντες, η Ρέιτσελ Κάμαθ, η Εμμανουέλα Κωσταρά και ο Πίτερ Παλτός.
Η αγάπη για την Κεφαλονιά και η επιθυμία για μια ταινία στην Ελλάδα
Έλκοντας τις ελληνικές ρίζες του από την Κεφαλονιά, όπου γεννήθηκε ο πατέρας του, ο Αλκίνοος Τσιλιμιδός δηλώνει ερωτευμένος με τις παραλίες και το φαγητό του πανέμορφου αυτού νησιού του Ιονίου, όπου έχει και το δικό του σπίτι.
Η Κεφαλονιά είναι και ο τόπος που κάθε καλοκαίρι δίνουν …ραντεβού με τον Βαγγέλη Μουρίκη για ν’ απολαύσουν τις ομορφιές της.
Και μπορεί, φέτος το σπίτι να μείνει κλειστό ελέω κορονοϊού, αλλά ο ομογενής σκηνοθέτης κάνει ήδη σχέδια για τη στιγμή που η σημερινή κατάσταση με την πανδημία δεν θα είναι πλέον παρά μια κακή ανάμνηση και θα μπορέσει και πάλι να ταξιδέψει ελεύθερα.
Δεν κρύβει, μάλιστα, την επιθυμία του να γυρίσει κάποτε μια ταινία στην Ελλάδα, ενώ στην ερώτηση αν οι ελληνικές του ρίζες επηρέασαν τη δουλειά του, απαντά πως μπορεί η «ελληνικότητά» του να μην είναι αναγκαστικά ορατή στους χαρακτήρες των άλλων του έργων, αλλά «όλα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτή».
Αγαπημένος του ηθοποιός είναι «φυσικά ο Βαγγέλης Μουρίκης», όπως χαρακτηριστικά λέει, ενώ δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον σκηνοθέτη Νίκο Γραμματικό και τον Γιάννη Οικονομίδη, τον οποίο αποκαλεί «πραγματικό διαμάντι».