Δεν ήταν μόνο ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους του β’ μισού του 20ού αιώνα, αλλά συνάμα κι ένας από τους πιο «διανοητικούς». Η έκθεση «Ο Μπέικον σε όλα του τα γράμματα», που αφιερώνει το Κέντρο Πομπιντού (Παρίσι) έως τις 20 Ιανουαρίου στον ιδιοφυή Ιρλανδό δημιουργό Φράνσις Μπέικον, εστιάζεται ιδιαίτερα στη σχέση που είχε το έργο του με τα μεγάλα ποιητικά και φιλοσοφικά ρεύματα, από τα οποία άντλησε την έμπνευσή του.
«Οι μεγάλοι ποιητές είναι απαράμιλλοι πυροκροτητές εικόνων. Τα λόγια τους μου είναι απαραίτητα, μου δίνουν κίνητρο και μου ανοίγουν τις πύλες της φαντασίας» δήλωνε ο ίδιος ο Μπέικον -μία φράση που αναπαράγεται και στην ίδια την έκθεση.
Η ιδέα για μία έκθεση ιδιαίτερη, εν σχέσει με τις πλήθος θεματικές και αναδρομικές εκθέσεις που του έχουν αφιερωθεί μετά το θάνατό του, το 1992, ανήκει στον επιμελητή του «Πομπιντού» Ντιντιέ Οτινζέ, ο οποίος έχει υπογράψει και τις πρόσφατες αναδρομικές των Ντέιβιντ Χόκνεϊ και Ρενέ Μαγκρίτ. Στόχος του είναι να αποκαλύψει στο κοινό έναν Μπέικον πιο εγκεφαλικό και διανοούμενο, πέρα από την προφανή ανάγνωση του προσωπικού και αυτοβιογραφικού στοιχείου, με το οποίο έχει ταυτισθεί το περιεχόμενο του έργου και η σπαρακτική θεματική και η τεχνοτροπία του Μπέικον.
Όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ, για τον επιμελητή, ο Μπέικον δεν είναι μόνον η πάλλουσα σάρκα των παραμορφωμένων μοντέλων του, οι αποδομημένες προσωπογραφίες του Πάπα Ινοκέντιου του Βελάσκεθ. Είναι επίσης και οι βαθυστόχαστες, αλλά κρυμμένες στις εικονικές λεπτομέρειες, αναφορές στα έργα των Τ.Σ. Έλιοτ, Νίτσε, Αισχύλου, Τζόζεφ Κόνραντ, Ζορζ Μπατάιγ και Μισέλ Λερίς, που διαπερνούν τη ζωγραφική παραγωγή του. Ο Μπέικον κατορθώνει να μεταφράσει το σημαίνον αυτών των φράσεων σε ζωγραφικά μοτίβα κι ατμόσφαιρες, ένα σημαινόμενο διαφορετικού γένους. Αυτά τα ζωγραφικά μοτίβα της λογοτεχνικής κληρονομιάς είναι το κατευθυντήριο νήμα της έκθεσης.
Ωστόσο, μολονότι η λογοτεχνία υπήρξε ένα από τα «πρώτα κινούντα» της δουλειάς του Μπέικον, ο ίδιος δήλωνε πως σε κάθε περίπτωση μισεί τη διήγηση καθαυτή, την αφηγηματικότητα ενός διηγήματος, προτιμώντας την ποιητική εικόνα, ή το φιλοσοφικό μήνυμα: «Θέλω να αποφύγω με κάθε κόστος πως όποιος βλέπει τους πίνακές μου θα πιστεύει ότι θέλω να διηγηθώ μία ιστορία. Κατ’ εμέ η αφήγηση είναι ένας τρόπος να σκοτώσεις τη ζωγραφική, μία παραδοχή ανικανότητας», τόνιζε ο ίδιος.
Στην προσωπική του βιβλιοθήκη, που σήμερα φυλάσσεται στο Τρίνιτι Κόλετζ της γενέτειράς του, του Δουβλίνου, υπάρχουν 1.300 τίτλοι, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του εργαστηρίου του στο Λονδίνο στα τέλη του ’90. Πολλά από τα βιβλία τα είχε απομνημονεύσει. Ήταν η πηγή της έμπνευσής του.
Το στήσιμο της έκθεσης είναι πέρα για πέρα θεατρικό. Ο θεατής εισέρχεται σε έξι σκοτεινές αίθουσες, όπου η φωνή γνωστών Γάλλων ηθοποιών ακούγεται να εκφωνεί αποσπάσματα από έξι από τα βιβλία που έχουν εμπνεύσει περισσότερο τον Μπέικον. Σε ένα σημείο υπάρχει μία βιτρίνα με το βιβλίο απ’ όπου ξεπηδούν αυτές οι φράσεις, δάνειο από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του ζωγράφου. Μετά τη λογοτεχνική αυτή εισαγωγή, ο θεατής οδηγείται στον πίνακα, που αποτελεί το τελικό προϊόν της λογοτεχνικής έμπνευσής του.
Η έκθεση περιλαμβάνει και λεπτομερείς περιγραφές και στοιχεία για όποιον θέλει να εμβαθύνει περισσότερο στη σχέση αυτή, ή για όποιον δεν μπορεί να τη διακρίνει. Για παράδειγμα, στο διάσημο τρίπτυχο για τον αυτόχειρα εραστή του Τζορτζ Ντάιερ, αποκαλύπτεται πως περιέχεται μία κρυφή λεπτομέρεια για μία κλειδαριά, που περιλαμβάνεται σε ένα ποίημα του Τ.Σ. Έλιοτ, του οποίου το αποσπασματικό και κρυπτικό λεξιλόγιο έχει εμπνεύσει τη σχεδόν κερματισμένη μορφή των έργων του, τα οποία μοιάζουν συχνά με κολάζ.
Τα κείμενα, πάλι, του Λερίς για την ταυρομαχία είναι εμφανές πως έχουν επηρεάσει τη σύνθεση του πίνακα «Μελέτη για έναν ταύρο» (1991), που ζωγράφισε λίγους μήνες προτού αποβιώσει. Ένα άλλο θεωρητικό σημείο επαφής του Μπέικον με τα μεγάλα κείμενα είναι η νιτσεϊκή διάστιξη ανάμεσα στο απολλώνιο κάλλος και στη διονυσιακή μανία, που κατόπιν στα έργα του αγαπημένου του Μπατάιγ θα λάβει τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στη ζωτική ενέργεια και τον καταστροφικό μαρασμό.
Η έκθεση, με πάνω από 60 πίνακες αποσκοπεί στο να αναθεωρηθεί η άποψη για την ύστερη περίοδο του Μπέικον, που για πολλούς θεωρείται η λιγότερο πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα. Είναι αφιερωμένη στις τελευταίες δύο δεκαετίες της ζωής του, μία περίοδο που συμβολικά ξεκινά το 1971 μετά την αυτοκτονία του Ντάιερ στο Παρίσι την παραμονή της μεγάλης έκθεσης του Μπέικον στο Γκραν Παλέ, που επρόκειτο να σημάνει την ύπατη αναγνώρισή του ως ζωγράφου—μία μεσημβρία και δύση ταυτόχρονα. Το διπλό τούτο γεγονός για τον Οτινζέ αποτελεί την απαρχή μίας νέας περιόδου «στο έργο και την κοσμοθεωρία του Μπέικον».
«Είναι η πρώτη φορά που έρχεται αντιμέτωπος με το σύνολο του έργου του. Είναι μία κεφαλαιώδους σημασίας στιγμή, κατά την οποία αναστοχάζεται το τι έχει καταφέρει και το τι πρόκειται να κάνει εφεξής», σχολιάζει ο επιμελητής. Στις φωτογραφίες της εποχής ο Μπέικον ποζάρει στητός και υπερήφανος: είναι ο δεύτερος εν ζωή ζωγράφος που εκτίθεται στον διάσημο τούτο χώρο, μετά τον Πικάσο. Όμως εν μέσω της τόσης δόξας μέσα στο βλέμμα του, μπορεί κανείς να διακρίνει τον πόνο που έκρυβε ο Μπέικον.