Υψηλή ανάταση, λυρισμός, αλλά και πηγή χαρά και ανανέωσης και μαζί η λαμπρότητα του ελληνικού τοπίου και η ανθοφορία της ελληνικής φύσης: αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της ποιητικής σύνθεσης του Άγγελου Σικελιανού, που γράφτηκε πριν από εκατό και πλέον χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, αλλά μιλάει για την ανάσταση του θεανθρώπου με ένα πολύ σύγχρονο ποιητικό πνεύμα.
Ο Σικελιανός εξυμνεί στο «Πάσχα των Ελλήνων» την παιδική ηλικία του Ιησού (όταν εκείνος δεν αντιμετωπίζει ακόμη το μαρτύριο που θα του επιφυλάξει ο ενήλικος βίος του), βάζοντας εκ παραλλήλου στο προσκήνιο το σεπτό και ασκίαστο πρόσωπο της μητέρας του. Οι μορφές του Χριστού και της Μαρίας αποτελούν στο «Πάσχα των Ελλήνων» πηγή χαράς και εκ βάθρων ανανέωσης αφού συνδέονται ευθέως με τη λαμπρότητα του ελληνικού τοπίου και της ελληνικής φύσης, που βρίσκουν την έκφρασή τους στην αμεσότητα του λαϊκού, προφορικού λόγου και τις ειδυλλιακές εικόνες της δημοτικής παράδοσης.
Το «Πάσχα των Ελλήνων» δεν αποτελεί έργο ενός παραδοσιακού ποιητή. Ο Σικελιανός είναι ένας μυστικιστής που πιστεύει με όλες του τις δυνάμεις στη λυτρωτική δύναμη της τέχνης. Η τέχνη και το λυτρωτικό της όραμα είναι σε θέση όχι μόνο να ονειρευτούν την οικουμενικότητα του ανθρώπου, αλλά και να συμβάλουν στην απελευθέρωση του κόσμου από τα δεινά των καταστροφικών του συγκρούσεων. Με τη μύησή του στα μυστικά της φύσης και της γλώσσας ο ποιητής καταβάλλει μια τιτάνια προσπάθεια για να συνενωθεί με το σύμπαν, που συναιρεί το γήινο και το θείο σε μιαν αδιαίρετη ολότητα.
Η συνύπαρξη του γήινου και του θεϊκού στοιχείου διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον το «Πάσχα των Ελλήνων», παντρεύοντας την πνευματικότητα της χριστιανικής υμνογραφίας με την προσήλωση του αρχαιοελληνικού λυρισμού στην υλική βάση της ζωής. Ο Ιησούς και η Θεοτόκος θα συναντήσουν στους στίχους του Σικελιανού την ανάσταση των αρχαίων θεών και του παγανισμού ενώ και χριστιανικά ονόματα ή σύμβολα θα αποκτήσουν αίφνης μια καθαρώς σωματική αίσθηση και διάσταση Ο ποιητής θα μιλήσει για τη γέννηση της Μαρίας από τον Ιωακείμ και την Άννα, για τη μνηστεία της με τον Ιωσήφ, όπως και για το θεάρεστο μήνυμα του Ευαγγελισμού. Σε ό,τι αφορά τον μικρό Ιησού, ο Σικελιανός θα περιγράψει σε υποβλητικούς τόνους το πρώτο του θαύμα, που ήταν να εμφυσήσει πνοή σε δώδεκα περιστέρια τα οποία έφτιαξε από νερό και χώμα και θα συνταιριάξει στην παρουσία του την αθωότητα του παιδιού με τη μεγαλοσύνη του θεού.
Στο «Πάσχα των Ελλήνων» δεν υπάρχει θρήνος και ο πόνος ή η προδοσία ταξιδεύουν εξαρχής πολύ μακριά. Μοιάζει σαν η θεϊκή αποστολή να έχει επιτελέσει ήδη τον προορισμό της, με τον οικουμενισμό του ποιητή να θριαμβεύει. Η Μαρία και ο γιος της, όπως γράφει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, είναι οι καθιερωμένες μορφές της χριστιανικής θεολογίας, είναι όμως και κάτι άλλο: οι πυλώνες για την είσοδο σε μιαν ευλογημένη γη, σε μιαν αστραφτερή ποιητική χώρα, όπου θεοί και άνθρωποι ξεκινούν από την αρχή την πορεία τους, έτοιμοι να υπερβούν κάθε αντίθεση και να καταργήσουν την οποιαδήποτε αντινομία. Και να τι γράφει ο Σικελιανός όταν πλησιάζει το θείο δράμα μέσω του προσώπου της Μαγδαληνής στο ομότιτλο ποίημα:
Την ώρα σ’ όλα τα πουλιά γλυκός που πέφτει ο ύπνος
και στο χαμηλοθώρητο σβημένο δειλινό
των ασταχυών ο ανασασμός είναι μεστός σα δείπνος·
π’ ο αποσπερίτης αρχινά να τρέμει στο βουνό·
που στην καρδιά μας, άφθαρτη ξεχύνεται η πραότη,
του σπλάχνου μας σα να
‘φτανε — πανάχραντη θροφή-
λίγο ψωμί για να γευτεί κατάβαθα τη θεότη,
κι ακολουθάει τον Έσπερον ο νους μας στην κορφή
που ᾽ναι αγαθή στα πόδια μας όλου του δρόμου ή σκόνη,
και μια συμπόνια αξήγητη, στα πάντα αναρροεί,
ένας καημός αμίλητος τα στήθια μας φουσκώνει
σαν αρχινά από πάω μας των αστεριώ η ροή.
Κι αλλού, στο ίδιο ποίημα, όταν κάνει πλέον, μέσω των λόγων του Χριστού, την εμφάνισή της η Μαγδαληνή:
Το χέρι μέσα στα μαλλιά τ’
αθάνατα κρατώντας,
στους πλοκάμους όπου σκορπάν τριγύρα, τους χρυσούς,
βαθιά αναγάλλιαν άμετρη, στά πόδια του κοιτώντας
το μέγα κύμα, απόκριση τους δίνει ο Ιησούς:
«Ήρθ’ από δρόμο σπίτι σου, κ’ εσύ δε μου ‘χεις πλύνει
τα πόδια, μηδέ μ᾽ άλειψες μέ μύρο τα μαλλιά·
κι αύτη, στιγμή δεν έπαψε στά δάκρυα ν’ αναλύνει,
κι αυτή, στιγμή δέ μου
‘παψε στα πόδια τά φιλιά·
κι όπου κι ο Λόγος ο άγιος μου ξαπλώσει, και για κείνη·
στον αιώνα, αυτό που μου
‘καμε, παντού θα μιληθεί».
Κι ακόμα αυτή το κλάμα της βρύση λαμπρή να χύνει
δεν παύει, μηδ’
απ’ το λυγμό το στήθος το βαθύ.
Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι·
σε μοναστήρι ανέβασες κ’
εμένανε πιστό,
για να φιλήσω λείψανο το ατίμητό Σου χέρι·
κ᾽ ήταν ακόμα, ως πίθωσα τα χείλια μου, ζεστό!