Πλήθος είναι τα αριστουργήματα στο παγκόσμιο Πάνθεον της τέχνης που έχουν ταυτιστεί με τον δημιουργό τους, με μία μόνη διαφορά: δεν είναι δικές του εμπνεύσεις. Ποιός όμως γνωρίζει ποιά είναι τούτα τα διαλεκτά έργα που αποθεώνονται ως δημιουργίες του Α ή Β διάσημου, αλλά ανήκουν σε κάποιον άλλον; Ιδού μερικά, τρανταχτά, παραδείγματα.
Ένα ηχηρό παράδειγμα είναι το δράμα του «Μάκβεθ» που όλοι γνωρίζουν ότι αποτελεί ένα από τα κορυφαία δραματουργικά έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616). Όμως το έργο αυτό που προκαλεί ρίγος στον θεατή ήδη από την πρώτη του σκηνή (την απόκοσμη σύναξη των τριών μαγισσών που προοιωνίζουν τις επόμενες στυγερές δράσεις του παρακινημένου από τη φιλόδοξη σύζυγό του στρατηγό που δεν ορρωδεί προ ουδενός εγκλήματος προκειμένου να πάρει την εξουσία) δεν το έχει εμπνευσθεί εξ ολοκλήρου ο μεγαλύτερος σύγχρονος κλασικός του θεάτρου. Στην ουσία, ο «Μάκβεθ» βασίζεται στο έργο «Οι μάγισσες» του Τόμας Μίντλετον (1580-1627), μεγάλα τμήματα του οποίου μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσια στο έργο του Σαίξπηρ. Μία πρακτική πολύ συνηθισμένη στο ελισαβετιανό θέατρο, για την οποία ουδείς θεατρικός συγγραφέας θα κατηγορείτο τότε για λογοκλοπή.
Αλλά και η πατρότητα για το έτερο έργο του Σαίξπηρ είναι επίσης αμφισβητούμενη. Και τούτο όχι μόνον γιατί στο διάσημο δράμα του 1597, ο ίδιος ιδιοποιείται το θέμα ενός δημοφιλούς μεσαιωνικού θρύλου για τον άτυχο έρωτα δύο νέων από αντίπαλες οικογένειες, αλλά επίσης γιατί παρέθεσε αυτούσια ή μετέγραψε ολάκερα εκτός από το αφηγηματικό ποίημα «Η τραγική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας», που ο Άρθουρ Μπρουκ είχε γράψει 35 χρόνια νωρίτερα, το 1562. Βέβαια, από την πλευρά του ο Μπρουκ είχε μεταφράσει και αποδώσει την ομώνυμη ιστορία του Ιταλού συγγραφέα του Μεσαίωνα Ματέο Μπαντέλο, γεγονός που μας ωθεί να συμπεράνουμε πως η ιστορία είναι ‘παιδί πολλών πατεράδων’. Βέβαια, ακολουθώντας τη γνώμη του Χάρολντ Μπλουμ (για τον σύγχρονο Κανόνα της Τέχνης) σε μεγάλο μέρος το ταλέντο κι η ιδιοφυΐα του Σαίξπηρ εντοπίζεται ακριβώς στο σημείο τούτο, ότι δύναται να συγκεντρώσει όλα τα σημαντικά κομμάτια άλλων και να τα ανασυνθέσει στο δικό του έργο, κάνοντας το τελικό δημιούργημα ένα αυθεντικό κι αδιαφιλονίκητο προσωπικό επίτευγμα.
Ένα άλλο έργο–σταθμός στην παγκόσμια τέχνη είναι ο «Κολοσσός» του Φρανθίσκο Γκόγια (1746-1828). Ο μεγάλος Ισπανός ζωγράφος είναι γνωστό πως κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1808-12) υπέφερε από μελαγχολία, με αποτέλεσμα να καταφύγει σε μια απομόνωση και ο θρύλος λέει πως τότε ζωγράφισε τους πίνακες που χαρακτηρίζουν την «μαύρη περίοδό του» με εικόνες αλληγορικές μιας πεισιθάνατης θεματολογίας. Έως το 2008 ο «Κολοσσός» που φυλάσσεται στο Μουσείο του Πράδο αποδιδόταν στην περίοδο της μελαγχολίας του Γκόγια.
Όμως εκείνη τη χρονιά, η ειδική ερευνήτρια Μανουέλα Μένα, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, απέδειξε πως το έργο δεν είναι καρπός του οίστρου του Γκόγια, αλλά ενός από τους μαθητές του, του Βαλενσιάνο Ασένσιο Ζουλιά. Η προσθήκη των αρχικών AJ στο αριστερό κάτω μέρος του πίνακα δικαιολογούσε την πατρότητά του. Εν τούτοις όμως και η εκδοχή αυτή καταρρίφθηκε έκτοτε και πλέον το έργο έχει μείνει να αποδίδεται σε «μιμητή του Γκόγια κατά τον 19ο αιώνα». Το γεγονός παραμένει πως κανείς δεν αποδίδει τώρα πια στον Γκόγια τη δημιουργία του μοναδικού αυτού γίγαντα που στρέφεται προς τον ορίζοντα μέσα σε ένα νεφελώδες και μακάβριο περιβάλλον, γυρίζοντας την πλάτη του στην ανθρωπότητα.
Ωστόσο κι άλλο ένα αριστούργημα της παγκόσμιας ζωγραφικής, η «Tavola Lucana» του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, είναι αμφισβητούμενης πατρότητας. Το έργο που θεωρείται ότι είναι μία αυτοπροσωπογραφία του ίδιου του ιδιοφυούς δημιουργού λογίζεται ως το τελευταίο εύρημα της παραγωγής του Λεονάρντο και ανακαλύφθηκε το 2009 από τον καθηγητή Μεσαιωνικής Ιστορίας Νικόλα Μπαρμπατέλι, που το εντόπισε σε μία ιδιωτική συλλογή.
Το μόνο βέβαιο είναι πως η μορφή που αναπαρίσταται στον πίνακα μοιάζει πολύ στον Λεονάρντο, έτσι όπως τον είχε απαθανατίσει ο Κριστόφαντο ντελ’ Αλτίσιμο, στον πίνακα που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Ουφίτσι στην Φλωρεντία. Αυτό οδήγησε πολλούς να αποδέχονται ότι στο έργο αποδίδεται η μορφή του Λεονάρντο, μολονότι αρχικά πιστευόταν ότι αναπαριστά τον Γαλιλαίο. Ωστόσο, η πλειονότητα των ειδικών απορρίπτει την εκδοχή ότι ο μεγάλος ‘μαέστρο’ της Αναγέννησης είναι ο δημιουργός του πίνακα αυτού.
Στους καιρούς μας έχει αναβιώσει το μήνυμα ενός ποιήματος του Μπέρτολντ Μπρεχτ (1898-1956), που περιγράφει με τον πιο εμβληματικό τρόπο την βαθμιαία επέλαση της φρίκης του Ναζισμού: το «Ήλθαν πρώτα», έφθασε να χαραχθεί σε μία στήλη από μάρμαρο στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος στη Βοστόνη. Όμως εκείνος που έγραψε τους σπαρακτικούς στίχους: «Πρώτα ήλθαν για τους κομμουνιστές/ όμως εγώ δεν είπα τίποτε γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής./Μετά ήλθαν για τους Εβραίους/ κι εγώ δεν είπα λέξη γιατί δεν ήμουν Εβραίος./ Κατόπιν ήλθαν για τους συνδικαλιστές/ κι εγώ πάλι δεν είπα τίποτε γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής./ Μετά ήλθαν για τους Καθολικούς/ και τίποτε δεν είπα ελόγου μου, γιατί Καθολικός δεν ήμουν./ Όταν στο τέλος ήλθαν για μένα/ πλέον δεν είχε μείνει κανείς για να με υπερασπισθεί», δεν ήταν ο Μπρεχτ. Ήταν ο λουθηρανός πάστορας Μάρτιν Νιμέλερ , που από το 1937 κήρυττε αυτούς τους λόγους στο ποίμνιό του στην ενορία του στο Βερολίνο, πασχίζοντας να τους παρακινεί να αντιταχθούν στη δικτατορία που από τότε φαινόταν ότι επρόκειτο να αιματοκυλήσει τη χώρα και την Ευρώπη. Ο Νιμέλερ αποφυλακίσθηκε μετά τον πόλεμο και ξανάρχισε να κηρύττει το ίδιο μήνυμα στη Φρανκφούρτη του 1946, ένα κήρυγμα που ήδη είχε γίνει διάσημο ως σάλπισμα της αντίστασης στον ναζισμό. Ο ίδιος το περιέλαβε αργότερα στην πιο εύπεπτη και δημοφιλή μορφή του, στη συλλογή των γραπτών του με τίτλο «Ενοχή και Ελπίδα». Τα τελευταία χρόνια, τα λόγια αυτά έχουν πλημμυρίσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εσφαλμένα όμως αποδίδοντας την πατρότητά τους στον Μπρεχτ.