Η ταινία-ντοκιμαντέρ «Το βαλς του Βάλντχαϊμ» της γνωστής Αυστριακής δημιουργού Ρουθ Μπέκερμαν θα είναι το 2019 η υποψηφιότητα της Αυστρίας για το «Όσκαρ ξένης ταινίας», όπως αποφάσισε η κριτική επιτροπή του Συνδέσμου Κινηματογραφικής και Μουσικής Βιομηχανίας στη Βιέννη, τονίζοντας ότι επέλεξε ένα έργο με άμεση αναφορά στην πρόσφατη ιστορία της χώρας.
Η Ρουθ Μπέκερμαν, η οποία, έπειτα από τις σπουδές της στη δημοσιογραφία και στην ιστορία, εργάζεται από το 1985 ως συγγραφέας και σκηνοθέτρια, είχε βρεθεί την περασμένη άνοιξη για πολλές εβδομάδες σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ, από το Βερολίνο έως το Τελ Αβίβ, με την υποψήφια για Όσκαρ ταινία της, που από την 1 η Οκτωβρίου θα προβάλλεται σε αυστριακούς κινηματογράφους.
Η ταινία-ντοκιμαντέρ διαπραγματεύεται τα γεγονότα του προεκλογικού αγώνα για τις προεδρικές εκλογές του 1986 στην Αυστρία, στη διάρκεια του οποίου, όπως και αργότερα, κυριάρχησε η συζήτηση για το πιθανολογούμενο ναζιστικό παρελθόν του νικητή των εκλογών και στη συνέχεια Αυστριακού ομοσπονδιακού προέδρου Κουρτ Βάλντχαϊμ, ο οποίος νωρίτερα είχε διατελέσει γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Η επίσημη ανακοίνωση των ταινιών που θα συμπεριληφθούν στον επίσημο κατάλογο των υποψηφίων για τα Βραβεία Όσκαρ του 2019 θα γίνει στις 22 Ιανουαρίου, ενώ στις 24 Φεβρουαρίου πρόκειται να ανακοινωθούν στο Χόλιγουντ οι νικητές τους.
Ο Κουρτ Βάλντχαϊμ διετέλεσε πρόεδρος της Αυστρίας από το 1986 μέχρι το 1992 και νωρίτερα στη δεκαετία του 1960 διετέλεσε υπουργός της των Εξωτερικών, ενώ διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ για δύο πενταετείς θητείες, στο διάστημα 1971 μέχρι 1981.
Ο πρώην πρόεδρος της Αυστρίας και πρώην Γ.Γ. του ΟΗΕ είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στις 14 Ιουνίου του 2007, ακριβώς 21 χρόνια μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές και την ανάδειξή του στο ύπατο αξίωμα της χώρας του τον Ιούνιο του 1986.
Εκείνη η εκλογή του Κουρτ Βάλντχαϊμ στο προεδρικό αξίωμα της Αυστρίας, αλλά και ο προεκλογικός αγώνας που είχε προηγηθεί, σημαδεύτηκαν από ένα κλίμα διεθνούς κατακραυγής για τις αποκαλύψεις γύρω από το πιθανολογούμενο ναζιστικό παρελθόν του – μεταξύ άλλων ως αξιωματικός της ναζιστικής «Βέρμαχτ» στην Ελλάδα — και στις προσπάθειες από μέρους του για την απόκρυψή του.
Ο σχετικός σάλος, σύμφωνα με τον ανταποκριτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, καταγράφηκε ως «Υπόθεση Βάλντχαϊμ» και οδήγησε την αμερικανική κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1987 στην απόφαση να καταχωρίσει το όνομά του στον κατάλογο των ανεπιθύμητων προσώπων στις ΗΠΑ, από την οποία δεν διαγράφηκε μέχρι τον θάνατό του.
Συγχρόνως όμως, η εκλογή εκείνη του Κουρτ Βάλντχαϊμ στο ύπατο αξίωμα της χώρας υπήρξε αφορμή και έναυσμα για να ξεκινήσει για πρώτη φορά στην Αυστρία μια έντονη ενασχόληση με τη διαχείριση του παρελθόντος και της αναζήτησης του ρόλου μερίδας του πληθυσμού της στη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια ενασχόληση που οδήγησε τελικά στην εγκατάλειψη της θεωρίας του ρόλου μόνον του «θύματος» για την Αυστρία και τη συνειδητοποίηση και του ρόλου του «θύτη» για μερίδα του πληθυσμού της, κάτι που είχε παραδεχθεί, σε βαθιά πλέον γεράματα, μόλις το 2006, και ο ίδιος ο Κουρτ Βάλντχαϊμ.
Αυτή η παραδοχή από μέρους του εμπεριέχεται και σε ένα είδος «πολιτικής διαθήκης» που έγραψε ο Κουρτ Βάλντχαϊμ λίγο πριν τον θάνατό του – την «Τελευταία λέξη» όπως την είχε αποκαλέσει – και στην οποία εκφράζει «βαθιά λύπη» για τον τρόπο με τον οποίο πήρε θέση πάνω στα ναζιστικά εγκλήματα, δηλαδή υπερβολικά αργά και όχι με εξαντλητικό τρόπο, που να μην επιδέχεται παρερμηνείες.