Η νουβέλα «Celle qui n’ efait plus» των Πιέρ Μπουαλώ και Τομά Ναρσεζάκ, που έγινε γνωστή ως φιλμ νουάρ του Ανρί Ζορζ Κλουζό με τον τίτλο «Les Diaboliques», μεταφέρεται για πρώτη φορά στο θέατρο.
Γράφει η Χαρά Κιούση
1955, στα περίχωρα του Παρισιού. Σ’ ένα ιδιωτικό οικοτροφείο αρρένων, ιδιοκτησία της Κριστίν, όλοι ετοιμάζονται για την εθνική γιορτή και τις ολιγοήμερες διακοπές. Ο σύζυγός της Μισέλ και Διευθυντής του σχολείου – ένας άνθρωπος σκληρός, βίαιος με απαράδεκτη συμπεριφορά και αντιπαθητικός απ’ όλους – της έχει κάνει τη ζωή άχαρη και δύσκολη.
Η σχέση του με την καθηγήτρια Νικόλ προ τετραετίας είχε ταράξει την ησυχία της. Οι άσχημοί του τρόποι όμως και μαζί της, κάνουν τις δυο γυναίκες να πλησιάσει η μια την άλλη, ξεπερνώντας ό,τι συνέβη. Έτσι η απατημένη σύζυγος και η προδομένη ερωμένη αποφασίζουν από κοινού να τον σκοτώσουν.
Εκμεταλλευόμενες την αργία τον παρασέρνουν στο εξοχικό σπίτι της Νικόλ, όπου τον υπνωτίζουν. Μετά τον μεταφέρουν στο σχολείο και τον ρίχνουν στην πισίνα, να φανεί σαν πνιγμός. Μετά από μερικές μέρες όμως, όταν αδειάζουν την πισίνα, το πτώμα είναι άφαντο. Η Κριστίν καταρρέει ενώ η Νικόλ ψάχνει να βρει την άκρη σε κάτι, που ενώ μοιάζει να είναι το τέλειο έγκλημα γίνεται ένας εφιάλτης χωρίς τέλος.
Το έργο «ένα παιχνίδι θανάτου για τρεις,» με τις απανωτές προκλητικές ανατροπές του δημιουργεί την ατμόσφαιρα «θεάτρου νουάρ», μέσα από την οποία καταφαίνεται πως το κοινωνικό φαίνεσθαι συχνά εξαπατά και δεν είναι αυτό που δείχνει. Βάζει ερωτηματικά σε ποιους εμπιστευόμαστε εκ των πραγμάτων την διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας. Για τα στενά κοινωνικά πλαίσια με την μάσκα της υποκρισίας που βολεύεται πίσω από θρησκευτικές γονοκλυσίες, κάνοντας να φαίνεται το έγκλημα σαν αναγκαιότητα.
Το έργο καταγγέλλει την εκπολιτισμένη βαναυσότητα, που με την έξωθεν καλή μαρτυρία επεκτείνεται στον περίγυρο με τρόπο καταστροφικό. Οι ζωντανοί και άμεσοι διάλογοι της διασκευής των Σάρα Γανιώτη – Νίκου Σταυρακούδη υπηρετήθηκαν από τους γρήγορους ρυθμούς της σκηνοθεσίας και τις καλές ερμηνείες των ηθοποιών.
Ο Νίκος Αρβανίτης – Διευθυντής Μισέλ διαθέτει τα υποκριτικά προσόντα του κυνικού, ωμού, αδίστακτου εκμεταλλευτή (αυξάνει τα κέρδη του με κακή ποιότητα φαγητού) που το παίζει πολύ άντρας και που ξέρει να χειραγωγεί το θύμα του ακολουθώντας εκβιαστικές στρατηγικές μεθόδους εξαπάτησης και σφετερισμού ζωής.
Η Μαρία Καβογιάννη ως Κριστίν χτίζει το ρόλο της ανεπιτήδευτα έχοντας εργαλεία της την γλυκιά αθωότητα του προσώπου της και την θρησκευτική υποκρισία με την οποία συμβιβάζεται, ώστε να σκοτώσει μέσω κάποιου άλλου. Αλλάζει διαθέσεις, ύφος, ζητά συγχώρεση με γονοκλισίες ανυποψίαστη για την έκβαση των πραγμάτων.
Ως Νικόλ η Καίτη Κωνσταντίνου παίζει με την αποφασιστικότητα του ανθρώπου που έχει εισπράξει στη ζωή του την σκληρότητα. «Περνούσε απαρατήρητη» κι’ έτσι γίνεται διεκδικητική, αποφασιστική και αδίστακτη. Αν και σε λανθάνουσα κατάσταση διαφαίνεται κάποιο συναίσθημα, σκέφτεται σατανικά και ξέρει να χειρίζεται τον αντίπαλό της με ύπουλη στάση.
Στο ρόλο του επιθεωρητή που εξιχνιάζει τον φόνο ο Σωτήρης Τσακομίδης, με το γνωστό πούρο, σκόπιμα φλύαρος και ανοιχτός ακούει, σχολιάζει και παρατηρεί στο πισωγύρισμα του λόγου, τις ανακριτικές ανατροπές.
Στο ρόλο του σχολικού επιστάτη ο Δημήτρης Λιόλιος και του μαθητή με τις μεταφυσικές ανησυχίες ο Μιχάλης Προσπαθόπουλος δίνουν νεύρο στην παράσταση. Κινούμενοι στους διαδρόμους της πλατείας με φωνές, τρεχαλητά, καθιστούν τους θεατές παρατηρητές στην απιστία στην προδοσία, στην εκδούλευση, στην ηθική ανεκτικότητα. Μα καθώς οι ρόλοι αλλάζουν, δικαιολογούν και αθωώνουν στη συνείδησή τους την πράξη του φόνου, για να απορήσουν και να κυριευτούν τελικά από την επιθυμία της καταδίκης τους.
Μεγαλύτερη αίσθηση αγωνίας θα προξενούσε ένα υποφωτισμένο σκηνικό στην πισίνα και ο πιο δυνατός θόρυβος του πτώματος που ρίχνεται στα τόσο σιωπηλά νερά της.
Η ευχάριστη παράσταση αν και δεν δημιουργεί έντονο κλειστοφοβικό περιβάλλον και ζοφερή ατμόσφαιρα, σε βάζει στο μυστήριο με την δυνατή πλοκή, τις αναπάντεχες ανατροπές προκαλώντας ηθικά διλήμματα. Η σκηνοθεσία του Πάρι Μέξη αναδεικνύει τον αμοραλισμό και ο θεατής – δημόσιο δικαστήριο καλείται να κρίνει.
Συντελεστές:
Σενάριο: Ανρί-Ζορζ Κλουζό – Ζερόμ Τζερονιμί (βασισμένο στη νουβέλα των Πιερ Μπουαλώ και Τομά Ναρσεζάκ)
Θεατρική Διασκευή: Σάρα Γανωτή – Νίκος Σταυρακούδης
Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία: Πάρις Μέξης
Σχεδιασμός Ήχου: Κατερίνα Βάμβα
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Τέλλος – Lighting Art
Σχεδιασμός Κοστουμιών: Πάρις Μέξης – Βιβέτα Στρατηγού
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ειρήνη Κότσιφα
Βοηθός Σκηνογράφου: Κάτια Κουμαριανού
Παραγωγή: People Entertainment Group
Δημόσιες Σχέσεις – Επικοινωνία: Pure – Άννα Γιώτη 6946959419 / [email protected]
Η Μαρία Καβογιάννη και η Καίτη Κωνσταντίνου συναντιούνται θεατρικά στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Μαζί τους ο Νίκος Αρβανίτης, ο Σωτήρης Τσακομίδης, ο Δημήτρης Λιόλιος και ο νεοεμφανιζόμενος Μιχάλης Προσπαθόπουλος.
Πληροφορίες εκδήλωσης:
Τοποθεσία: Θέατρο «Τζένη Καρέζη», Ακαδημίας 3, Αθήνα 106 71
Τηλέφωνο: 21 0363 6144
Εισιτήρια: Τιμές εισιτηρίων preview για 9, 10, 11 Φεβρουαρίου : 10 ευρώ
Από 14 Φεβρουαρίου: 20 ευρώ / 15 ευρώ μειωμένο (φοιτητές, άνεργοι, άνω των 65)
ειδικές τιμές για γκρουπ
Πρόγραμμα:
Τετάρτη 20.00
Πέμπτη 21.00
Παρασκευή 21.00
Σάββατο 18.00 & 21.00
Κυριακή 19.00