«Κάθε δυο χρόνια αισθάνομαι πόσο ανόητη υπήρξα την προηγούμενη διετία» είχε πει κάποτε η Ντόρις Λέσινγκ, η πιο ίσως ευμετάβολη και ταυτόχρονα ακέραια συγγραφέας. Και πράγματι, με την ίδια τόλμη που διατράνωνε μιαν άποψη με την ίδια μπορούσε και να την αποκηρύξει. Ανεξάρτητη, ετοιμοπόλεμη, καχύποπτη, πάντα σε εγρήγορση, αφουγκραζόταν αποκλίνουσες εναλλακτικές και εξέταζε ενδελεχώς τις κυρίαρχες βεβαιότητες σε όλη της τη ζωή και σε όλο της το συγγραφικό έργο, χωρίς να χάσει την σπιρτάδα, την οξύτητα και την πνευματικότητά της. Πρόμαχος της ισότητας ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις, φύλα, φυλές και εθνικές ομάδες, αρνήθηκε την ισοπέδωση των διαφορών τους κι έμεινε πάντοτε πιστή στη συλλογικότητα την αυτεξουσιότητα, την αυτονομία, και φυσικά την αντισυμβατικότητα. «Αντισυμβατικότητα, το όνομά σου είναι Ντόρις Λέσσινγκ», έγραψε κάποτε η Λόρνα Σέιτζ για την συγγραφέα που πάντοτε εναντιωνόταν στις «ταμπέλες». Για το βιβλίο της το «Χρυσό σημειωματάριο», για άλλη μια φορά, η συγγραφέας αρνήθηκε το χαρακτηρισμό «μπροσούρα για το πόλεμο των φύλων» που δόθηκε από τους περισσότερους κριτικούς τονίζοντας ότι περισσότερο προσπαθεί να «αποδώσει το πνευματικό και ηθικό κλίμα της Βρετανίας πριν από 100 χρόνια». «Στο εσωτερικό του χρυσού σημειωματάριου τα πράγματα σμίγουν, τα διαχωριστικά γκρεμίζονται, και μόνο με το τέλος του κατακερματισμού προκύπτει αμορφία. Η Άννα κι ο Σολ Γκριν «καταρρέουν». Είναι τρελοί, παράφρονες, μανιακοί» είχε δηλώσει η συγγραφέας. Το «Χρυσό σημειωματάριο» που θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα αφηγείται την ιστορία της Άννας Βουλφ, μιας χωρισμένης μητέρας και μυθιστοριογράφου, η οποία από φόβο μην τρελαθεί, καθώς παλεύει ενάντια στις καθημερινές αντιξοότητες και το συγγραφικό μπλοκάρισμα στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’50, καταγράφει τα βιώματά της σε τέσσερα χρωματιστά σημειωματάρια. Κόκκινο σημειωματάριο : «Ενώ για όλους τους ανθρώπους ο πόλεμος είχε δυο φάσεις (δυνατή ήττα μέχρι το Στάλινγκραντ/ελπίδα για νίκη με την είσοδο των Ρώσων στον πόλεμο), για τους αριστερούς είχε … τρεις φάσεις» γράφει η Λέσινγκ αντιμετωπίζοντας με αυτοσαρκασμό και σχόλια πικρά και σατιρικά, το «κομμουνιστικό όνειρο» Στο μαύρο σημειωματάριο καταγράφει τη συγγραφική της ζωή, στο κόκκινο τις πολιτικές της απόψεις, στο κίτρινο τη συναισθηματική της ζωή και στο μπλε καθημερινά γεγονότα. Αναζητά την προσωπική και πολιτική της ταυτότητα μέσα από τα τραύματα του παρελθόντος. Την απόρριψη, την προδοσία, τα επαγγελματικά αδιέξοδα. Ωστόσο, θα τη βρει στο πέμπτο σημειωματάριο «το χρυσό» το οποίο ενώνει τα νήματα της ζωής της και κρατά το κλειδί της ανάρρωσής της. Κίτρινο σημειωματάριο: Ωστόσο, όταν κοιτάζω προς τα πίσω, […], ξέρω ότι όλα αυτά είναι ανοησίες. Κι έτσι, όλη αυτή η αντι- ανθρωπιστική τρομοκρατία για την εξαφάνιση της προσωπικότητας, χάνουν για μένα το νόημά τους σε αυτό το σημείο, όταν παράγω αρκετή συναισθηματική ενέργεια για να δημιουργήσω την ανάμνηση του ανθρώπου που είχα γνωρίσει[…] Και λέω, άραγε η βεβαιότητα στην οποία εμμένω ανήκει στις εικαστικές τέχνες και στον κινηματογράφου και όχι στο μυθιστόρημα, καθόλου στο μυθιστόρημα, το οποίο διεκδικήθηκε από τη διάλυση και την κατάρρευση; Τι δουλειά έχει ένας μυθιστοριογράφος να εμμένει στην ανάμνηση ενός χαμόγελου ή ενός βλέμματος, ενώ γνωρίζει πολύ καλά την πολυπλοκότητα που κρύβεται πίσω τους»; Μαύρο σημειωματάριο: «Γιατί έχω πάντα αυτήν την επιτακτική ανάγκη να κάνω τους άλλους να δουν τα πράγματα όπως εγώ; Είναι παιδαριώδες, για ποιο λόγο να το κάνουν; Αυτό σημαίνει πως φοβάμαι να είμαι μόνη σ΄ αυτά που αισθάνομαι. Στην πανοραμική αυτή θεώρηση της ζωής μιας γυναίκας, το Χρυσό Σημειωματάριο αποτελεί καμπή στη συγγραφική διαδρομή της Λέσσινγκ. Η ηρωίδα είναι κομμουνίστρια, μαγείρισσα, περιπαθής ερωμένη, φίλη. Στο βιβλίο που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1962 και θεωρείται πλέον ένα από τα μείζονα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο πόσο πρωτοπόρα για την εποχή είναι κάποια ερωτήματα που βάζει, με πόση ευαισθησία αντιμετωπίζουν οι ήρωες πρακτικές και νοοτροπίες που χαρακτηρίζουν γενιές, πόσο ανθρώπινα αμφισβητούνται τα στερεότυπα και τα δόγματα της κομμουνιστικής και της φεμινιστικής ιδεολογίας. «Πολιτική ταυτότητα, έμφυλη ταυτότητα, προσωπική ταυτότητα. Συναισθηματική απόρριψη, σεξουαλική προδοσία. Κατευναστική μητρότητα: η μάνα δεν δικαιούται να διαλυθεί. Γυναικεία φιλία. Η Ντόρις Λέσινγκ γράφει για τα μεγάλα θέματα με ψυχολογικό ρεαλισμό και νοητικό βάθος, που παρασέρνει τον αναγνώστη. Επιλέγει μια σύνθετη φόρμα με παλίνδρομες κινήσεις στον χρόνο, για να αναδείξει το θέμα της – και το πετυχαίνει. Βέβαια συνδέει με έμφαση τον οργασμό της ηρωίδας της με τον απόλυτο έρωτα, πράγμα που αποδεικνύει πως η μεγάλη κυρία των γραμμάτων, παρά τις διάπυρες δηλώσεις της, είναι στο βάθος μια ρομαντική» είχε γράψει η Σοφία Νικολαϊδου το 2011 για το έργο της. Εμβληματικό για τη γενιά των sixties, το βιβλίο θεωρήθηκε φεμινιστικό ενώ κάθε άλλο παρά στρατευμένο ήταν στη «γυναικεία υπόθεση. Οι αναγνώστριες χαιρέτισαν την αφήγηση της Λέσσινγκ ως μια αυθεντική καταγραφή της εμπειρίας τους και υιοθέτησαν την Άννα, με τους απογοητευτικούς άνδρες της, την αβέβαιη πολιτική θέση και την μπλοκαρισμένη δημιουργικότητα, ως «αδελφή τους», μια ακόμη γυναίκα που διεκδικούσε πεισματικά την ταυτότητά της. Κάποιες μάλιστα μετέτρεψαν τη Λέσσινγκ σε φεμινιστικό εικόνισμα, κάτι που η ίδια αρνήθηκε πεισματικά, φτάνοντας μάλιστα να θεωρήσει τη «θηλυκή της οδύσσεια» έργο αποτυχημένο, γιατί η πρόσληψή του έγινε με όρους που το ίδιο το κείμενο ποτέ δεν έθεσε. «Αυτό το μυθιστόρημα δεν ήθελε να είναι ο κράχτης της απελευθέρωσης των γυναικών, ούτε να χρησιμοποιηθεί στον πόλεμο των δύο φύλων», έγραψε στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του «Σημειωματαρίου» το 1971, έχοντας ήδη κατανοήσει ότι «οι βίαιες κοινωνικοπολιτικές μεταβολές που ζούμε μετακινούν συθέμελα τον κόσμο προς ένα νέο μοντέλο» και ότι «την εποχή που αυτές οι μεταβολές θα έχουν συντελεστεί, οι στόχοι της απελευθέρωσης των γυναικών μπορεί να φαντάζουν πολύ μικροί και αλλόκοτοι». Αργότερα, δεν θα διστάσει να καταγγείλει το φεμινισμό και τις ακρότητές του. «Δεν έχω τίποτα κοινό με τις φεμινίστριες· αντιθέτως με ενοχλεί η δυσκαμψία, η απολυτότητά τους», σχολίαζε το 1994. «Δεν τους περνάει καν από το μυαλό ότι μια γυναίκα μπορεί να αγαπά τους άνδρες ή να απολαμβάνει τη συντροφιά τους». Η Λέσινγκ αγαπάει τους άνδρες, δεν τους θεωρεί εξ ορισμού εγωιστές, ανώριμους, συναισθηματικά ακατέργαστους, αλλά συντρόφους και συνομιλητές, εξ ίσου συντεθλιμμένους από κοινωνικές δομές και συμβάσεις. Γεννημένη στο Κερμανσάχ της Περσίας το 1919 από βρετανούς γονείς, θα βρεθεί στα 5 της στη Νότια Ροδεσία, θα εντυπωσιάσει τους δασκάλους της με την αντίληψη και την πρώιμη ωριμότητά της, αλλά, στα δεκαπέντε της, θα παρατήσει το σχολείο, αδυνατώντας να προσαρμοστεί σε ό, τι χαρακτήριζε «θεσμοποίηση της βλακείας»· Θα αντιδράσει βίαια στην «ασφυκτική προστασία» της καταπιεστικής μητέρας της και θα ταχθεί με το μέρος του ήπιου πατέρα της. Θα παντρευτεί δύο φορές – στα δεκαεννιά, έναν άντρα που διάλεξαν οι γονείς της, με τον οποίο θα αποκτήσει δυο παιδιά και, οκτώ χρόνια αργότερα, έναν φλογερό κομμουνιστή που θα την μυήσει στον μαρξισμό, θα της χαρίσει ένα γιο, αλλά θα την απογοητεύσει πολύ γρήγορα. Στα τριάντα της θα εγκαταλείψει τα πάντα (και τα δύο πρώτα της παιδιά), για να φτάσει στο Λονδίνο, ασυντρόφευτη, με τον μικρότερο γιο της αγκαλιά και μόνη αποσκευή της το χειρόγραφο του πρώτου της μυθιστορήματος. Θα ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα και θα παραμείνει στις τάξεις του ως το 1956, θύμα κι αυτή της «μαζικής ψύχωσης», όπως την ονόμασε αργότερα, που είχε καταλάβει τους περισσότερους διανοούμενους της γενιάς της. Όπως θα ομολογήσει αργότερα η πρωταρχική παρόρμηση που την οδήγησε στην Αριστερά, δεν ήταν άλλη από τη λαχτάρα της «να αναλάβει την ευθύνη του μέλλοντος». Θα αποκηρύξει το γάμο, θέτοντας στόχο «τον έρωτα και όχι την ασφάλεια», θα ανοίξει το σπίτι της σε νέους καλλιτέχνες, μετατρέποντάς το σε ένα είδος κοινοβίου και, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, θα αφιερώσει πολύ από το χρόνο της σε άστεγους και παραστρατημένους εφήβους, βοηθώντας τους να επανενταχθούν, δίνοντας στη μητρότητα πολύ ευρύτερο περιεχόμενο. Για να συντηρήσει τον εαυτό της και το παιδί της θα κάνει όποια δουλειά βρεθεί, από νοσοκόμα και πωλήτρια, μέχρι τηλεφωνήτρια και στενογράφος, αλλά δεν θα σταματήσει, ούτε μια μέρα, να γράφει. Η υποδοχή του Νόμπελ Όταν το 2007- χρονιά που της απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ, η Ντόρις έβγαινε από ένα ταξί με τα γκρίζα της μαλλιά τραβηγμένα σ’ έναν ατημέλητο κότσο κι ένα κόκκινο κασκόλ περασμένο πρόχειρα γύρω από το λαιμό, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια φωτογραφική μηχανή. «Τι φωτογραφίζετε;» ρώτησε. «Εσάς», απάντησε σχεδόν ντροπαλά ο δημοσιογράφος τείνοντας το μικρόφωνο προς το μέρος της. «Δεν μάθατε τα νέα; Κερδίσατε το Νόμπελ Λογοτεχνίας». «Ω, Χριστέ μου!» αναφώνησε η Λέσσινγκ, κάνοντας με το χέρι της μια αποτρεπτική κίνηση. Ύστερα μπήκε στο σπίτι της, ξαναβγήκε μ’ ένα ποτήρι νερό στο χέρι, κάθισε στα μπροστινά σκαλιά σαν αγρότισσα «έτοιμη να καθαρίσει πατάτες», καθώς έγραψε ο NewYorker, και ρώτησε τους δημοσιογράφους πώς περίμεναν να αντιδράσει στην αναγγελία τους. «Το όλο πράγμα είναι υπερβολικά άχαρο, ανόητο και αγενές. Δεν μπορείς να βραβεύσεις με Νόμπελ τους νεκρούς, γι’ αυτό μου το έδωσαν προτού τα τινάξω», σχολίασε, αποσβολώνοντάς τους. «Έχω μαζέψει όλα τα καταραμένα τα βραβεία της Ευρώπης», είπε στη συνέχεια, «όλα, ένα προς ένα, κι είμαι πολύ ευχαριστημένη που κέρδισα και το τελευταίο. Έκανα φλος ρουαγιάλ». Ήταν φανερό, αστειευόταν για άλλη μια φορά με κάτι που μύριζε επιτήδευση και σοβαροφάνεια και με τον εαυτό της, όπως έκανε πάντα… Αν και ήταν η γηραιότερη συγγραφέας που πήρε το Νόμπελ, δεν δέχτηκε τη διάκριση ως την πιο σημαντική στιγμή της ζωής γι’ αυτό , όπως αναφέρει ο New Yorker και «ορισμένοι κριτικοί δεν τη συγχώρησαν που δεν υποκρίθηκε έστω το αντίθετο». Άλλωστε η ομιλία της στην τελετή απονομής είχε τίτλο «Περί του να μην κερδίζεις το Βραβείο Νόμπελ»…. Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»