«Πιστεύω ότι ο κόσμος δεν βαδίζει προς τα μπρος… κι έτσι κοιτάζω προς τα πίσω για να ανακαλύψω την ουσία». Με τα λόγια αυτά ο Λετονός σκηνοθέτης Άλβις Χερμάνις αιτιολογεί την επιλογή της «Σόνιας», από την συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Λευκοί τοίχοι». Η ιδιότυπη δραματοποίησή της και η παρουσίασή της από το Νέο θέατρο της Ρίγας συνδυάζει «στην αισθητική του την αφαιρετικότητα της γερμανικής σχολής με το παιγνιώδες μεστό παίξιμο της ρωσικής». Γράφει η Χαρά Κιούση Η ηρωίδα της Τ. Τολστάγια ενσαρκώνεται από την έξοχη ερμηνεία του Gundars Abolins που καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης δεν βγάζει λέξη, παρά μόνο γινόμενος ένας πομπός συναισθημάτων, αγγίζει τις ευαίσθητες απολήξεις του κοινού. Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Λένινγκραντ. Η Σόνια -πανεπιστημιακός σύμβουλος του μουσείου – είναι μια μοναχική, ανέραστη μεγαλογυναίκα, κακοφτιαγμένη και με μετρημένους φίλους. Τα «αλογίσια χαρακτηριστικά» του προσώπου της με το άδολο βλέμμα, είναι σε αντίθεση με την δοτικότητα και την εσωτερική της ομορφιά. Με ό,τι καταταπιάνεται μέσα στους τοίχους του σπιτιού της αποτελεί μια καθημερινή τέλεια τελετουργία, που έρχεται να διαταράξει μια συμπαιγνία των υποτιθέμενων φίλων της. Η Άντα, ένας σατανικός νους, συλλαμβάνει το σχέδιο μιας φάρσας και γελώντας πίσω από την πλάτη τής Σόνιας, στήνει ένα παιχνίδι με την καρδιά της. Παριστάνοντας έναν ερωτευμένο άντρα της στέλνει ερωτικά γράμματα όπου της εξομολογείται τον ακατάπαυστο έρωτά του. Αυτός βέβαια παραμένοντας για χρόνια αθέατος αφού είναι ανύπαρκτος, διασκεδάζει με το να της κλείνει πλατωνικά ραντεβού. Μια συγκεκριμένη ώρα, εκείνη πίσω από το φωτισμένο της παράθυρο τον συναντά γύρω από το φως ενός άστρου. Ώσπου η πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Γερμανούς και το δριμύ ψύχος θα εξαντλήσει την περιπαικτική διάθεση των φίλων και το χονδροειδές επιστολικό ειδύλλιο. Με αποτέλεσμα η απελπισμένη Σόνια, ευεργετημένη από τον άσπιλο έρωτα της, να επιχειρήσει την ηρωική της έξοδο από την πολιορκία της ερωτικής απόγνωσης. Θύμα και κείνη όπως τα αμέτρητα άψυχα σώματα των συμπολιτών της στο κατάλευκο παγωμένο τοπίο της πολιορκημένης πόλης. Στην παράσταση του Άλβις Χερμάνις καθορίζεται η «νέα θεατρική πραγματικότητα» με αφήγηση τριτοπρόσωπη στην ρωσική γλώσσα. Στο ρόλο του αφηγητή ο Jevgenij Isajevs λέει την ιστορία της Σόνιας μέσα από την σκηνοθετική σύλληψη του Χερμάνις, που είναι επηρεασμένη από τον βωβό κινηματογράφο και την παντομίμα Η πληθωρική ερμηνεία του αφηγητή που κομπάζει εν ονόματι των ανδρών που απείχαν από την ζωή της ηρωίδας, με το ενοχλητικό του αλαζονικό γέλιο επιτείνει το μελαγχολικό συναίσθημα. Άλλοτε σαν αδιάκριτος παρατηρητής, άλλοτε σαν προκλητικός εισβολέας στον κόσμο της Σόνιας, επικοινωνεί το κοινό και το γεφυρώνει με την ουσία του παρελθόντος. Σ’ αυτό συντελεί ουσιαστικά και το ρεαλιστικό σκηνικό ενός σπιτιού του μεσοπολέμου στο Λένινγκραντ. Ένα σκηνικό που περικλείει «την θλίψη για ό,τι έχει χαθεί» και ανοίγει στα μάτια των θεατών την πόρτα των βασικών ενστίκτων. Καθώς εκείνη την στιγμή εν είδη μαγείας κλείνεται μια συνθήκη αμφίπλευρης παράδοσης και λυτρωτικής εξόδου μεταξύ ηθοποιών και κοινού. Η παράσταση ξεκινά με την εισβολή δυο διαρρηκτών με καλυμμένο πρόσωπο, στον χώρο της Σόνιας. Παραβιάζοντας το άβατο του σπιτιού της, κάθε θεσμικό πλαίσιο των δικαιωμάτων της και δίχως την συγκατάθεσή της, αδειάζουν τον εσωτερικό της κόσμο. Αφού προηγουμένως μαγαρίσουν τις ιερές της ερωτικές επιστολές, ξαπλώσουν στα δαντελένια της σεντόνια και ευχαριστηθούν με γλυκό του κουταλιού. Τότε είναι που ο Gundars Abolins θα φορέσει το φόρεμα της Σόνιας, το κραγιόν, τα στραβοπατημένα παπούτσια και την περούκα με τα μπικουτί για να τακτοποιήσει τα παλιομοδίτικα εσώρουχα και να χουζουρέψει στο κρεβάτι με τις κοκάλινες κούκλες της, στην θέση των παιδιών που δεν απέκτησε.Μετά θα βάλει την ποδιά για να σκαρώσει με το κορνέ τούρτες και με επιδεξιότητα χειροπράκτη και θρησκευτική προσήλωση θα καρυκεύσει το φρέσκο κοτόπουλο σε σωστές δόσεις μπαχαρικών. Επίσης με μικρές ερωτικές επιστολικές «δόσεις» θα συντηρήσει την φιλαρέσκεια και τις ψευδαισθήσεις της, στήνοντας άμυνα σε κάθε ασφυκτικό αποκλεισμό. Ωσότου ανοίξει την πόρτα του σπιτιού και τυλιγμένη την μεγαλοντρέπεται των αισθημάτων της, σπάσει κάθε πολιορκία φέρνοντας ανακούφιση στον θεατή. Ο έξοχος ηθοποιός «με πορτραίτο μουτζουρωμένο, σπαραχτικό, εσκεμμένα ασχημισμένο χωρίς παρενδυσιακές εμμονές», λειτουργεί στην σκηνή σαν σύμβολο. Η ανδρόγυνος φιγούρα του Abolins που συμβολίζει την ανάγκη του ανθρώπου για ευαισθησία και τρυφερότητα, με την «μεγάλη ομορφιά της σιωπής» και με την γλώσσα του σώματος ως αυτόνομη μορφή έκφρασης, μιλά σε μια εικόνα με χίλιες λέξεις, Έτσι δίνει στον θεατή τα χρώματα να σχεδιάσει την δική του συναισθηματική ανταπόκριση καθώς εστιάζει στα χαρακτηριστικά της ηρωίδας και με όχημα το γέλιο και την τραγικότητα, να αναπτύξει την προσωπική του διαδρομή στον χάρτη των κινήσεων και στις εκφράσεις της μουγκαμάρας. Στο πολιτιστικό πρόσωπο του Φεστιβάλ σε μια παράσταση σαν «νεκρολογία» με παρηγορητική θλίψη, στο τέλος «έμεινε το ίχνος μιας φωνής ασώματης». Κομίζοντας όπως το λευκό περιστέρι, κόσμημα της Σόνιας, την βαθιά ανάγκη «να επινοεί κανείς νέους ρόλους για τον εαυτό του».
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Alvis Hermanis Σκηνογραφία: Kristīne Jurjāne Ήχος: Andris Jarāns Φωτισμοί: Arturs Skujiņš-Meijiņš Ερμηνεύουν: Gundars Āboliņš, Jevgēnijs Isajevs Διάρκεια: 1 ώρα και 40’
Πληροφορίες
Τοποθεσία: Πειραιώς 260, Κτήριο Η, Αθήνα Ημερομηνία: 16 – 18 Ιουνίου 2015 Ώρα έναρξης: 21.00 Τιμές εισιτηρίων: 20€, 15€ (μειωμένο), 10€ (φοιτητικό), 5€ (άνεργοι, ΑΜΕΑ) Πληροφορίες – κρατήσεις: www.greekfestival.gr