Τα ενοικιαζόμενα δωμάτια ανά την επικράτεια φτιαγμένα γρήγορα και στο πόδι ακολούθησαν ασθμαίνοντας το κύμα των τουριστών, Ελλήνων και ξένων, αποτελώντας χωρίς να το θέλουν, λόγω της προχειρότητας και της επινοητικότητάς τους, μνημεία νεοελληνικής λαϊκής τέχνης.
Τσιμεντόλιθοι και πλάκες αμιαντοτσιμέντου πρόχειρα σοβαντισμένοι με τσίγκινες οροφές, παράθυρα και πόρτες από την κοντινή κατεδάφιση ή το ερειπωμένο και ακατοίκητο κτίσμα πιο πάνω, ένας σομιές κάτω από το στρώμα της γιαγιάς και νά’ το το κατάλυμα. Στη θέση του εν λόγω καταλύματος 45 – 50 χρόνια μετά στέκεται σήμερα αγέρωχο το σύγχρονο παράπηγμα – πιο αυθαίρετο παρά ποτέ, ένα άσπρο τσιμεντένιο κουτί κολλημένο σε εκατοντάδες άλλα ίδια ή παρόμοια με τα απαραίτητα κλιματιστικά, το πάρκινγκ μπροστά και τις πλαστικές καρέκλες του γύφτου.
Ο ήχος της φύσης δίνει τη θέση του σταδιακά σε εξατμίσεις μοτοσυκλετών, νεοελληνικών ασμάτων και beach parties πρόσκαιρης αισθητικής. Με το πέρας του καλοκαιριού τα σύγχρονα αυτά μνημεία παραμένουν βουβά, θλιβερά μνημεία κάποιας βιβλικής καταστροφής περιμένοντας σαν φοίνικες να ξαναζωντανέψουν από τις στάχτες τους το επόμενο καλοκαίρι, περισσότερα και χειρότερα από ποτέ.
Δεκαεπτά καλλιτέχνες μετατρέπουν τα έντεκα δωμάτια της αυλής του TAF στις 14 Ιουλίου σε ισάριθμες εγκαταστάσεις που μεταφέρουν τον επισκέπτη στο πρόσφατο παρελθόν της ελληνικής τουριστικής αυτοσχέδιας και πολλές φορές αυθαίρετης «βιοτεχνίας». Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το κλιματιστικό μου.