Ένα από τα αγαπημένα τραγούδια της χριστουγεννιάτικης περιόδου είναι το «Ρούντολφ το ελαφάκι», με μικρούς και μεγάλους να σιγοτραγουδούν τον ρυθμό του οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Τώρα, ήρθε η στιγμή να μάθετε την πραγματική ιστορία πίσω από τη συγγραφή του τραγουδιού.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο nypost.com, μια σελίδα στο Facebook με το όνομα «Old Time Christmas Memories» αναφέρθηκε στην ιστορία του Ρόμπερτ Μέι και πώς οι προσωπικές του δυσκολίες τον ενέπνευσαν να γράψει το τραγούδι για την κόκκινη μύτη του Ρούντολφ.
«Στα τέλη του 1930, στο Σικάγο, ο Μέι δεν ένιωθε ευτυχισμένος. Ήταν εξουθενωμένος και στα όρια της φτώχειας. Η σύζυγός του, Έβελιν, είχε φύγει από τη ζωή, έχοντας δώσει διετή μάχη με τον καρκίνο. Αυτό άφησε τον Μπομπ μόνο, να φροντίζει την τετράχρονη κόρη τους, Μπάρμπαρα», αναφέρεται στην ανάρτηση.
Παρόλο που λέγεται ότι ο Μέι έγραψε την ιστορία του «Ρούντολφ» για τη νεαρή κόρη του και για να της εξηγήσει πως η μητέρα της «δεν ήταν σαν τις άλλες μαμάδες», ο Μέι το 1975 έγραψε πως ο «Ρούντολφ» ήταν περισσότερο βασισμένος στον ίδιον και την προσωπική του ιστορία παρά σε οποιονδήποτε άλλο.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Τον Ιανουάριο του 1939, ο Ρόμπερτ Μέι ήταν κειμενογράφος σε πολυκατάστημα. Κάποιες δεκαετίες αργότερα, το 1975, ο Μέι έγραψε για εκείνη την περίοδο: «Καθώς πήγαινα βιαστικά στη δουλειά μου, παρατήρησα ότι ο χριστουγεννιάτικος στολισμός στον δρόμο δεν υπήρχε πια και κατά κάποιο τρόπο ανακουφίστηκα».
Εξαιτίας της ασθένειας της συζύγου του, ο Μέι «δεν αισθανόταν γιορτινά», όπως έγραψε. Υπήρχαν και άλλοι λόγοι που συνεισέφεραν στην κατήφειά του. «Σε ηλικία 35 ετών, ήμουν βαριά χρεωμένος και εξακολουθούσα να βγάζω αντίγραφα καταλόγων. Αντί να γράφω το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, όπως ήλπιζα κάποτε, έγραφα για λευκά ανδρικά πουκάμισα. Ένιωθα πως θα ήμουν πάντα ένας αποτυχημένος». Ωστόσο, η μοίρα και μια ιδέα, που του ήρθε ξαφνικά, είχαν άλλα σχέδια για εκείνον.
Το αφεντικό του Μέι ζήτησε να τον δει αμέσως. Ο Μέι ήταν επιφορτισμένος με το να γράψει την ιδέα που είχε σκεφτεί. Ο τάρανδος επιλέχθηκε, όπως είπε, για την Μπάρμπαρα, η οποία λάτρευε τα ελάφια στον ζωολογικό κήπο. Η ιδέα για την κόκκινη μύτη τού ήρθε αργότερα. «Έξω η ομίχλη σκοτείνιαζε τα φώτα του δρόμου. Κάτι έπρεπε να βοηθήσει τον Άγιο Βασίλη σε μια τέτοια νύχτα», σκέφτηκε ο Μέι. «Ξαφνικά, μου ήρθε! Μια μύτη! Μια κατακόκκινη μύτη, που θα έλαμπε μέσα στην ομίχλη σαν προβολέας!».
Ονόμασε το πιο διάσημο ελαφάκι του κόσμου “Ρούντολφ”. Το αφεντικό του δεν ξετρελάθηκε αμέσως με την ιδέα, αλλά όταν είδε τις εικόνες του σκιτσογράφου φίλου του Μέι, Ντένβερ Γκίλεν, άλλαξε γνώμη. Τότε, ο Μέι ξεκίνησε να γράφει.
«Η άνοιξη πέρασε και ήρθε το καλοκαίρι», έγραψε ο Μέι, προσθέτοντας ότι η κατάσταση της συζύγου του, Έβελιν, επιδεινώθηκε. Τον Ιούλιο «έφυγε». Το αφεντικό του Μέι τού είπε πως ήταν κατανοητό αν δεν ήθελε να συνεχίσει το έργο.
«Αλλά χρειαζόμουν τον Ρούντολφ τώρα περισσότερο από ποτέ», έγραψε. «Με ευγνωμοσύνη ξεκίνησα το γράψιμο. Τελικά, στα τέλη Αυγούστου, ολοκληρώθηκε». Διάβασε την ιστορία στην Μπάρμπαρα και στους γονείς της συζύγου του. «Στα μάτια τους έβλεπα ότι η ιστορία είχε πετύχει αυτό που ήλπιζα», έγραψε ο ίδιος.
«Σήμερα τα παιδιά σε όλο τον κόσμο διαβάζουν και ακούνε για το μικρό ελάφι, που ξεκίνησε τη ζωή του χαμένο, όπως κι εγώ», είπε ο Μέι. «Μαθαίνουν, όμως, ότι όταν βοήθησε τους άλλους, η αναπηρία του έγινε αυτό που το οδήγησε στην ευτυχία».
Ο Μέι πέθανε το 1976, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Smithsonian. Περίπου 2,4 εκατομμύρια αντίτυπα πωλήθηκαν κατά τον πρώτο χρόνο πώλησης του βιβλίου.