Η εμπειρία από το εσωτερικό του νέου Renault Austral είναι μοναδική, χάρη στις προσεκτικά επιλεγμένες επενδύσεις και τα υλικά που έχουν δοκιμαστεί στα μυστικά εργαστήρια του κέντρου έρευνας και εξέλιξης της Renault στα περίχωρα του Παρισιού.
Η Carla, έμπειρη χημικός και επικεφαλής του τμήματος αφής υλικών της Renault, εργάζεται με μία ομάδα δοκιμαστών που σκοπό έχουν να διαπιστώσουν ότι τα υλικά που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό των αυτοκινήτων είναι ακριβώς αυτά που πρέπει.
Στα εργαστήρια του Renault Technocentre, σε ένα μικρό δωμάτιο φυλάσσονται τα υλικά του εσωτερικού των μελλοντικών μοντέλων της Renault. Σε αυτό το δωμάτιο, δεκάδες δείγματα υφασμάτων και εξαρτημάτων τοποθετούνται στο τραπέζι, περιμένοντας να αξιολογηθούν. Σκληρά ή μαλακά, κολλώδη ή στεγνά, απαλά ή τραχιά, τα υλικά ταξινομούνται σύμφωνα με δώδεκα κριτήρια, χρησιμοποιώντας μια συσκευή που δημιουργήθηκε από τη Γαλλική μάρκα το 2004, το Sensotact.
Αυτή η μέθοδος συνέβαλλε και στην επιλογή του υλικού για την αντικατάσταση του δέρματος στο τιμόνι του νέου Austral, καθώς και εκείνου που χρησιμοποιείται για τα καθίσματα, το ταμπλό και τα υποβραχιόνια.
Sensotact: Αίσθηση και επιστημονική ακρίβεια
Το πώς νιώθει κανείς ένα αυτοκίνητο, αποτελεί ένα ουσιαστικό μέρος της αίσθησης απτής ποιότητας που αποκομίζει από αυτό. Η σχέση οδηγού-οχήματος έχει από τη φύση της μεγάλη σχέση με την αίσθηση της αφής. Τα πάντα ελέγχονται κυρίως με τα χέρια και τα δάχτυλα. Επομένως, η σωματική επαφή πρέπει να παραμένει ευχάριστη, ώστε να προσφέρει στην τέλεια οδηγική εμπειρία. Κάθε μέρος που αγγίζει ο οδηγός, όπως το τιμόνι, το ταμπλό, ο μοχλός ταχυτήτων, το υποβραχιόνιο ή η επένδυση της πόρτας, αξιολογείται από δοκιμαστές, με τη χρήση του εργαλείου αίσθησης Sensotact, ώστε να διασφαλιστεί ότι έτσι πληρούνται οι απαιτούμενες προδιαγραφές.
Το Sensotact σχεδιάστηκε για να αξιολογεί τα εξαρτήματα των οποίων τα κριτήρια αφής περιλαμβάνονται στις τεχνικές προδιαγραφές του μοντέλου.
Για την επίτευξη ακριβέστερων αποτελεσμάτων, το εργαλείο αυτό συνδυάζει την ανθρώπινη αίσθηση και την επιστημονική ακρίβεια. Έχοντας τη μορφή ενός χαρτοφύλακα, το Sensotact περιέχει 12 «περιγραφείς» που αντιστοιχούν σε μια απλή αίσθηση, όπως σκληρότητα, εφέ μνήμης, ολισθηρότητα κ.λπ. Κάθε «περιγραφέας» διαθέτει μία κλίμακα δειγμάτων ελέγχου από το 0 έως το 100, βαθμονομημένη ανά 25. Συγκρίνοντας υλικά που θα χρησιμοποιηθούν σε μελλοντικά οχήματα, με τα δείγματα ελέγχου του Sensotact, οι δοκιμαστές μπορούν, με αμερόληπτο και ακριβή τρόπο, να αξιολογήσουν με συγκεκριμένα κριτήρια το κάθε εξάρτημα.
Ενώ ορισμένοι απλοί περιγραφείς βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, όπως η σκληρότητα και το φαινόμενο μνήμης, άλλοι παράγοντες, όπως το γλίστρημα των χεριών στο τιμόνι, απαιτούν δοκιμή από μια ομάδα ατόμων, για να αξιολογηθεί η αίσθηση που θα έχει ο τελικός πελάτης κατά την οδήγηση.
Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κάποιος την αίσθηση της αφής μπορεί να αλλάξει από μια σειρά παραγόντων, όπως το αν τα χέρια του ατόμου είναι πρόσφατα πλυμένα ή μια ορμονική αλλαγή, ωστόσο τα αποτελέσματα των δοκιμών παραμένουν αξιόπιστα καθώς συγκρίνονται με τις τιμές αναφοράς του Sensotact. Οι τιμές είναι πάντα ίδιες, πράγμα που σημαίνει ότι είναι δυνατός ο υπολογισμός ενός μέσου όρου, της τυπικής απόκλισης και των τελικών στατιστικών στοιχείων, για τον προσδιορισμό μιας τιμής για την αίσθηση της αφής του κάθε εξαρτήματος.
Ένα πάνελ που αποτελείται από 12 «ειδικούς αφής»
Η Carla εκπαιδεύει 12 δοκιμαστές (που είναι γνωστοί και ως «πανελίστες») να χρησιμοποιούν το Sensotact, διδάσκοντάς τους το συγκεκριμένο πρωτόκολλο και τους χειρισμούς που πρέπει να εκτελούν προκειμένου να λάβουν αξιόπιστα και μετρήσιμα αποτελέσματα δοκιμών. Οι πανελίστες είναι εθελοντές από όλη την εταιρεία, που εδώ ανακαλύπτουν μια νέα δεξιότητα, έξω από το συνηθισμένο πεδίο εξειδίκευσής τους. Εν προκειμένω, η ειδική αποστολή τους ήταν να αξιολογήσουν το νέο υλικό του τιμονιού: ένα ύφασμα με πλαστική επίστρωση που θα αντικαταστήσει το δέρμα που χρησιμοποιούταν στο παρελθόν.
Σε παρόμοιες δοκιμές αφής, υποβλήθηκαν επίσης και άλλα τμήματα στο εσωτερικό του Austral. Οι δοκιμές αυτές πραγματοποιήθηκαν σε 18 συναντήσεις στο εργαστήριο, διάρκειας από 15 έως 20 λεπτά για κάθε πάνελ.