Το σενάριο είναι γνωστό σε όλους. Σταματάς να φουλάρεις και βλέπεις στο αμέσως επόμενο πρατήριο τη βενζίνη πολύ πιο φτηνή.
Και κάνοντας λίγα μαθηματικά, καταλαβαίνεις πόσα λίτρα έχασες από τη μικρή αυτή διαφορά στην τιμή.
Και πλέον είσαι έτοιμος να τα βάλεις με όλους, με τους επιτήδειους και τους απατεώνες, με το κράτος και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, καθώς όλο και κάποιος θα ευθύνεται γι’ αυτό.
Τα πράγματα όμως με τη διακύμανση των τιμών της βενζίνης δεν είναι τόσο απλά. Πάμε να δούμε λοιπόν από τι καθορίζεται η τιμή του καυσίμου στο πρατήριο, όπως μας τα εξηγεί η γνωστή ιστοσελίδα How Stuff Works.
H προφανής πρώτη απάντηση είναι το γεγονός ότι πολλοί παράγοντες εμπλέκονται μέχρι την τελική τιμή, αρχής γενομένης από την τιμή του αργού πετρελαίου, μια από τις σημαντικότερες μεταβλητές στην τελική εξίσωση. «Αυτό που πραγματικά ανεβάζει ή κατεβάζει την τιμή της βενζίνης είναι το αργό πετρέλαιο», εξηγεί ο Mason Hamilton του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ. Και για αυτές τις διακυμάνσεις πρέπει να κοιτάξουμε στον ΟΠΕΚ (Οργανισμό Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών), υποδεικνύει, που «επηρεάζει σημαντικά τις τιμές του πετρελαίου».
Μόνο που η τιμή του «μαύρου χρυσού» δεν μπορεί να εξηγήσει τη διακύμανση της τιμής από βενζινάδικο σε βενζινάδικο στην ίδια πόλη ή ακόμα και τον ίδιο δρόμο. Ίσως το κάνουν, παρατηρεί το How Stuff Works, το κόστος διύλισης και μεταφοράς, οι φόροι και τα διαφημιστικά έξοδα κάθε εταιρίας. Στην τελική τιμή οφείλουν να προστεθούν και τα κέρδη που θέλει να έχει ο καθένας σε κάθε στάδιο παραγωγής, κάτι που μετατρέπει το πράγμα σε σταυρόλεξο για γερούς λύτες.
Σημαντικός κρίκος της αλυσίδας είναι το διυλιστήριο και οι μέθοδοι παραγωγής που επιστρατεύει. Τόσο η ίδια η μέθοδος διύλισης όσο και τα στάνταρ που έχει για την ποιότητα του τελικού προϊόντος επιδρούν σημαντικά στην τιμή της βενζίνης που βγαίνει από το διυλιστήριο. Ταυτοχρόνως, υπάρχουν χώρες που επιβάλλουν διαφορετικά πρότυπα βενζίνης για τις αστικές και τις αγροτικές περιοχές, θέλοντας να μειώσουν τους ρύπους στις πόλεις. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, υποχρεώνουν από το 1990 στις «πόλεις με υψηλές εκπομπές καυσαερίων» να χρησιμοποιούν ένα είδος συνθετικής βενζίνης (RFG) που είναι ακριβότερη στην παραγωγή της.
Και ερχόμαστε τέλος στο πρατήριο. Αν είναι πρατήριο πετρελαϊκής εταιρίας, τότε μπορεί να αγοράζει βενζίνη μόνο από την εταιρία. Αν πάλι είναι ελεύθερο πρατήριο, τότε έχει μεγαλύτερη ελευθερία στις κινήσεις του, καταλήγοντας κάποιες φορές σε φθηνότερες τιμές.
Και πάλι όμως η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου παραμένει: γιατί διαφέρουν οι τιμές σε πρατήρια που είναι πολύ κοντά μεταξύ τους; Τμήμα της απάντησης εδράζεται στα έξοδα μεταφοράς, που μπορεί να διαφέρουν ακόμα και σε διπλανά πρατήρια. Η διαδρομή από το διυλιστήριο ως το βενζινάδικο διαφέρει σημαντικά από εταιρία σε εταιρία, από συμφωνία σε συμφωνία, καταλήγοντας σε άλλα κόστη για τη μεταφορά της βενζίνης.
Και πριν βάλει ο πρατηριούχος τους μεγάλους αυτούς αριθμούς στη μαρκίζα του, έχει και τους φόρους να σκεφτεί. Καταλήγοντας τελικά στο δικό του ποσοστό κέρδους, από το οποίο και θα καθοριστεί το καύσιμο που θα μπει στο ντεπόζιτο.
Και πάλι όμως, μιλάμε για απλά βενζινάδικα ή μήπως για εταιρίες που σερβίρουν ακόμα και φαγητό; Επιλέγοντας να διαθέσουν χαμηλότερα το καύσιμο και να αντισταθμίσουν την απώλεια από τα άλλα προϊόντα που προσφέρουν στον χώρο τους; Εδώ είναι καθαρό εμπόριο.
Είναι σαφές πως η τιμή του καυσίμου που φτάνει στον καταναλωτή είναι ένα πολυπαραγοντικό και εκρηκτικό μείγμα, σαν την ίδια τη βενζίνη δηλαδή…