Μπορεί η ιατρική κάνναβη να κερδίζει έδαφος διεθνώς, αλλά ακόμη ίσως δεν έχει ακόμη ο κόσμος αναλογιστεί κάποιες από τις συνέπειες που μπορεί να έχει η χρήση της. Μια νέα αμερικανική έρευνα έρχεται να αναδείξει ένα υποτιμημένο έως τώρα πρόβλημα, ότι πολλοί είναι αυτοί που δεν διστάζουν να οδηγήσουν, παρόλο που βρίσκονται υπό την επήρεια του ναρκωτικού.
Περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους (το 56%) που παίρνουν ιατρική κάνναβη για χρόνιους πόνους ή άλλη πάθηση, παραδέχονται ότι συχνά οδηγούν μέσα στο επόμενο δίωρο από τη χρήση της. Ο ένας στους πέντε (το 21%) δήλωσε ότι έχει οδηγήσει, ενώ ήταν «πολύ φτιαγμένος».
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια ψυχιατρικής και κλινικής ψυχολογίας Έριν Μπόναρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που έκαναν σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα εξάρτησης από ουσίες «Drug & Alcohol Dependence», την οποία αναμεταδίδει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, μελέτησαν δειγματοληπτικά σχεδόν 800 χρήστες ιατρικής κάνναβης και βρήκαν ότι οι στατιστικές είναι άκρως ανησυχητικές.
Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες (οι περισσότεροι στις πολιτείες της Καλιφόρνια και του Μίσιγκαν) έχουν επίσημη άδεια να κάνουν χρήση κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς. Όμως, σύμφωνα με τους ερευνητές, η οδήγηση υπό τη χρήση κάνναβης -άσχετα αν πρόκειται για ιατρική κάνναβη- αυξάνει το χρόνο αντίδρασης και επιβραδύνει το συντονισμό των κινήσεων του οδηγού, με συνέπεια να έχει χειρότερα αντανακλαστικά σε κάτι απρόσμενο στο δρόμο. Συνεπώς οι χρήστες ιατρικής κάνναβης είναι πιθανότερο να εμπλακούν σε τροχαίο.
«Οι άνθρωποι πρέπει να περιμένουν αρκετές ώρες για να οδηγήσουν μετά τη χρήση κάνναβης, άσχετα αν πρόκειται για ιατρική χρήση ή όχι. Το ασφαλέστερο πράγμα είναι να μην οδηγεί κανείς καθόλου τη μέρα που έχει κάνει χρήση κάνναβης», δήλωσε η δρ. Μπόναρ.
Ο κίνδυνος παρενεργειών στην οδήγηση, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι πιθανώς ακόμη μεγαλύτερος για όσους κάνουν μακροχρόνια χρήση λόγω χρόνιου προβλήματος υγείας. Η κατάσταση περιπλέκεται, όπως είπε η Μπόναρ, επειδή αντίθετα με το αλκοόλ όπου μπορεί κανείς να υπολογίσει μόνος του -έστω κατά προσέγγιση- πόσο έχει πιεί, άρα και πόσο κινδυνεύει στην οδήγηση, ο υπολογισμός είναι δυσκολότερος με την κάνναβη, επειδή υπάρχει μεγάλη αυξομείωση στη δοσολογία της και στην περιεκτικότητά της στην πιο ψυχοδραστική ουσία της, την τετραϋδροκανναβινόλη (THC).
Επίσης, ακόμη δεν έχουν οριστεί συγκεκριμένοι κανόνες -όπως με το αλκοόλ- για το επίπεδο χρήσης της κάνναβης που θεωρείται ασφαλές για οδήγηση και κατά πόσο θα πρέπει να υπάρχουν διαφοροποιήσεις στα όρια αυτά ανάλογα με το φύλο και με το βάρος του ατόμου.