Μέσα στο δυσμενές διεθνές περιβάλλον, η χώρα μας έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με ένα ραγδαίο κύμα ακρίβειας, με το πλήγμα να είναι μεγάλο και να αγγίζει την πλειοψηφία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

Η έκρηξη της ζήτησης μετά την πανδημία, σε συνδυασμό, κυρίαρχα, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επιφέρει σημαντικές ανατιμήσεις σε ενέργεια αλλά και σε πρώτες ύλες και βασικά καταναλωτικά είδη, με αποτέλεσμα η θηλιά των ανελαστικών δαπανών να σφίξει περισσότερο τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις επιχειρήσεις.

Βέβαια, αξίζει να επισημανθεί ότι η Ευρώπη έχει επιδείξει πολύ αργά αντανακλαστικά στο ζήτημα αυτό, και μέχρι σήμερα δεν έχει υιοθετήσει και εφαρμόσει μία κοινή δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και της ενεργειακής κρίσης. Παρόλα αυτά, η Κυβέρνηση συνεχίζει να στηρίζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις εφαρμόζοντας τριπλή δέσμη μέτρων: μείωση φόρων, επιδοτήσεις και παρεμβάσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα και στο φυσικό αέριο, στοχευμένα μέτρα ενίσχυσης των πιο ευάλωτων οικονομικών στρωμάτων, που μέχρι σήμερα κοστολογούνται πάνω από 7δις Ευρώ.

Βλέπουμε ότι η ακρίβεια υπάρχει και εντείνεται και για αυτό η κυβέρνηση εντατικοποιεί τις προσπάθειές της για να αντιμετωπίσει αυτό το πρωτόγνωρο παγκόσμιο φαινόμενο. Όσο υπάρχει ανάγκη για μέτρα στήριξης, αυτά θα παίρνονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ρύθμιση για το πλαφόν στη χονδρική τιμή του φυσικού αερίου, που σημαίνει μια αντιστάθμιση της ρήτρας αναπροσαρμογής κατά 85% για τα νοικοκυριά.

Στην πλαίσιο αυτό, επανέρχεται συχνά στο τραπέζι η μείωση του Φ.Π.Α. σε βασικά διατροφικά είδη, ως μέτρο αντιμετώπισης των σημαντικών ανατιμήσεων σε βασικά καταναλωτικά είδη. Ως βουλευτής θεωρώ ότι θα ήταν επωφελής τόσο για το καλάθι της νοικοκυράς όσο και για την αντιμετώπιση της μείωσης της κατανάλωσης η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου, εφόσον το κρίνει εφικτό το οικονομικό επιτελείο. Πιστεύω, όμως, ότι το σημαντικότερο όλων είναι αυτή η μείωση να φτάσει στον καταναλωτή και να μεταφραστεί σε πραγματική ανακούφιση για τα νοικοκυριά. Επιπρόσθετα, επειδή θεωρώ κομβική την ενίσχυση του εισοδήματος των πολιτών σε μόνιμη βάση, εφόσον το επιτρέψει ο δημοσιονομικός χώρος, πιστεύω ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στους χαμηλοσυνταξιούχους θεσπίζοντας έναν μόνιμο μηχανισμό στήριξης.

Επίσης, στην κατεύθυνση της στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες και βάλλονται σημαντικά από την κρατούσα σημερινή κατάσταση, κατέθεσα ερώτηση στη Βουλή, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, για τη δυνατότητα επαναφοράς της ρύθμισης των 120 δόσεων για την ένταξη των χρεών τους και προ της πανδημίας, εφόσον το κρίνει το οικονομικό επιτελείο. Έτσι, και οι επιχειρήσεις θα είναι φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμερες και θα υπάρχει κάποια ροή χρημάτων στα δημόσια ταμεία. Πιστεύω ότι μια τέτοια ρύθμιση θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής, διότι η περίοδος αυτή συμπίπτει και με την έξοδο της χώρας από την ενισχυμένη εποπτεία και διαμορφώνονται άλλες δημοσιονομικές δυνατότητες ευελιξίας και επιλογών.

Καταλήγοντας, σε κάθε περίπτωση διερχόμαστε μια παγκοσμίως πρωτόγνωρη ενεργειακή κρίση και κρίση ακρίβειας και τα νερά είναι αχαρτογράφητα ακόμα για όλες τις κυβερνήσεις, αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι πληθωριστικές ανατιμήσεις έχουν σπάσει ρεκόρ τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Ανάχωμα σε αυτές αποτελεί η έμπρακτη απόδειξη από την Κυβέρνηση ότι όποιος δημοσιονομικός χώρος υπάρχει δίνεται στην κατεύθυνση της στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων και στην ανακούφιση της κοινωνίας.

  • Η Άννα Ευθυμίου είναι βουλευτής της ΝΔ και δικηγόρος