Η συμμετοχή στην ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι υποχρεωτική. Το ίδιο ισχύει για την πάλαι ποτέ ανώτερη ή τη σημερινή επαγγελματική εξειδίκευση. Ακόμη και το Λύκειο δεν είναι υποχρεωτικό. Την επιλογή της πρόσθετης μόρφωσης και προετοιμασίας για την άκρως ανταγωνιστική αγορά εργασίας πρέπει να την θελήσεις και, προφανώς, να την προσπαθήσεις. Είτε την χρονιά που τελειώνεις με την προετοιμασία, είτε κάποια επόμενη.
Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου*
Στις εποχές μας, η συνεχής εκπαίδευση, η αλλαγή γνωστικού ή τεχνικού περιεχομένου είναι ο κανόνας. Η εποχή που ένα, πολύ μικρό, τμήμα των νέων, έμπαινε κι έβγαινε στο Πανεπιστήμιο, λίγο πολύ ομαλά, άντε με κάποια, μικρή, χρονική καθυστέρηση και, χωρίς άλλα εξαιρετικά προσκόμματα έβρισκε τον δρόμο του επαγγελματικά, έχει προ πολλού παρέλθει. Δυστυχώς, ο λαϊκισμός της δεκαετίας του ’80, στον οποίο προσήλθαν όλες οι πολιτικές παρατάξεις στρέβλωσε το σύστημα. Με αποτέλεσμα να μιλάμε για στρατιές ανέργων πτυχιούχων ενώ, την ίδια στιγμή, οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν όσους χρειάζονται ενώ, δικαίως, η χώρα διαφημίζεται για το υψηλό επίπεδο των στελεχών της.
Χρειάζεται «κότσια» όταν θες να αναδιατάξεις αυτό το στρεβλό σύστημα. Να τ’ αλλάξεις όλα μεμιάς μοιάζει ρομαντικό, πουλιέται για ριζοσπαστικό, δεν είναι αποδοτικό, είναι απλώς αδύνατο. Από κάπου πρέπει να ξεκινήσεις. Οι προσαρμογές που προωθεί η παρούσα πλειοψηφία, με θαραλλέο διοργανωτή την υπουργό Παιδείας Κεραμέως είναι λογικές, προσεκτικές και, κυρίως, ρεαλιστικές και δίκαιες. Οι φετινές πανελλαδικές ήταν ένα, αναμενόμενο, σημείο καμπής.
Αυτό που δοκιμάστηκε ήταν η μεταβίβαση στα, κατά τα λοιπά, αυτόνομα ανώτατα ιδρύματα, μιας ευθύνης που μέχρι σήμερα την ασκούσε, αυθαιρέτως κατά τη γνώμη μου, η γραφειοκρατία και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Κάθε πανεπιστημιακό τμήμα κλήθηκε και έθεσε ένα ελάχιστο κριτήριο συμμετοχής, μια ουσιώδη προϋπόθεση, την περίφημη, πλέον, Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, την οποία θα επανεξετάζουν ετησίως. Η διαβόητη απόφαση της Αρχιτεκτονικής Ξάνθης έφερε το τραγελαφικό αποτέλεσμα να βρεθεί χωρίς κανέναν προωτοετή, όταν αντιστοίχως όλες οι άλλες Αρχιτεκτονικές (Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Βόλου, Χανίων) πλήρωσαν τις διαθέσιμες θέσεις. Συνολικά, 13,780 υποψήφιοι περισσότεροι από πέρυσι έμειναν έξω και είναι αυτό ένα δυσάρεστο μήνυμα, επειδή αναδεικνύει το χαμηλό επίπεδο διδασκαλίας και μαθητείας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και επιβεβαιώνει πού βρίσκεται το μεγαλύτερο πρόβλημα στο εθνικό σύστημα εκπαίδευσης. Βεβαίως και σε παλαιότερες πανελλαδικές υπήρξαν εξίσου ευρύτατες ομάδες αποτυχόντων χωρίς αυτό να οδηγήσει την εκάστοτε αντιπολίτευση να υπόσχεται πως όταν βρεθεί στην κυβέρνηση θα «μπορούν να σπουδάζουν όλες και όλοι (…) στα ελληνικά πανεπιστήμια», όπως δήλωσε ο Τσίπρας που όμως δεν το έπραξε στα τεσσεράμιση χρόνια της πρωθυπουργικής θητείας του.
Σε λίγες εβδομάδες θα προσφερθούν ακόμη 20.000 θέσεις τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που θα προστεθούν στους 22.000 υποψηφίους των δημοσίων ΙΕΚ. Σημειώστε ότι το 26% επέλεξε να σπουδάσει σε ΙΕΚ άλλης περιφέρειας από τον τόπο διαμονής της οικογένειας. Σημειώστε ακόμη ότι 1 στους 4 σπουδαστές των ΙΕΚ έχουν ήδη πανεπιστημιακό πτυχίο, όταν το 2012 το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 5% (έρευνα ΓΣΕΕ 2020). Η διαφαινόμενη επιτυχία της άμεσης και εξειδικευμένης μόρφωσης δεν αναδείχθηκε, πολύ κακώς, ως μια σοβαρή επιτυχία των ρυθμίσεων Κεραμέως. Κυρίως επειδή συμβαδίζει ορθολογικά με την εξίσου ορθολογική προσέγγιση των πολλών, νέων και γονέων, του τόσο βασανιστικού ζητήματος της επαγγελματικής και βιοποριστικής αποκατάστασης.
Η υπερδεκαετής κρίση άφησε και κάτι καλό πίσω της. Αν σε αυτό προσθέσετε ότι οι πάρα πολλοί μεταξύ των 65.536 νέων, που ανταμοίφθηκαν για την προσπάθειά τους (και τους αξίζουν συγχαρητήρια…) κάνουν βήμα εκπλήρωσης των ονείρων τους επειδή μπήκαν εκεί που θέλουν, όπως υποδεικνύει το γεγονός ότι το 96% των μαθητών γενικών λυκείων, ξεπέρασε την ελάχιστη βάση εισαγωγής. Θα το κατανοήσουμε καλύτερα καθώς θα διαπιστώνουμε να μεγαλώνει το μερίδιο όσων αποφοιτούν, το οποίο είναι στην Ελλάδα μόλις 9,2% όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 24%!
Γι αυτό δεν δείχνει να νοιάζεται η αντιπολίτευση αφού, όπως κάθε τζιτζίκι του λαϊκισμού νοιάζεται να πουλήσει πίκρα και θυμό εδώ και τώρα, αντί να νουθετήσει και να στηρίξει την επίμονη μερμηγκο-προσπάθεια όσων αγαπούν και πιστεύουν στην πρόοδο: τη δική τους και της χώρας.
*Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος, βουλευτής Β3 Αθηνών