Η ελληνική οικονομία μπορεί να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για μία σειρά από λόγους και αυτό το διαφημίζει στο εξωτερικό, λαμβάνοντας από τους ξένους τα εύσημα, ωστόσο υπάρχουν κάποια σημάδια που δείχνουν ότι κάτι δεν πάει καλά και απαιτείται ιδιαίτερα προσοχή, προκειμένου να μη μεγιστοποιηθεί το πρόβλημα.

Και τα σημάδια αυτά έχουν να κάνουν με τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο εμπορικό έλλειμμα, το οποίο αυξήθηκε πέρυσι, με την ταυτόχρονη αύξηση των εισαγωγών και μείωση των εξαγωγών, χωρίς να υπολογίζονται σε αυτά τα μεγέθη τα καύσιμα.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, «η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά τη σημαντική βελτίωση των προηγούμενων ετών, εμφάνισε ενδείξεις στασιμότητας ή και ελαφράς υποχώρησης το 2023, μέσα σε ένα επιδεινούμενο περιβάλλον για το διεθνές εμπόριο».

Επίσης, σημειώνεται ότι η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συνέχισε να βελτιώνεται, καθώς το ονομαστικό κόστος εργασίας αυξήθηκε πολύ λιγότερο στην Ελλάδα από ό,τι στην Ευρωζώνη.

Καμπανάκι από τον Γιάννη Στουρνάρα

Όμως, ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, κρούει το καμπανάκι του κινδύνου, σημειώνοντας ότι «σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδας στους σχετικούς σύνθετους δείκτες παρουσιάζει στασιμότητα ή και υποχώρηση, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την προηγούμενη περίοδο (2020-2022). Η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σε τομείς, όπως η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας».

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σημαντικά το 2023 στο 6,3% του ΑΕΠ. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κατά κύριο λόγο:

  • η βελτίωση του ισοζυγίου καυσίμων και λοιπών αγαθών, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση των διεθνών τιμών των ενεργειακών αγαθών, και
  • η αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών, λόγω της δυναμικής του τουρισμού.

Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το ισοζύγιο αγαθών επιδεινώθηκε τον Ιανουάριο, καθώς η μείωση των εξαγωγών ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από τη μείωση των εισαγωγών, τόσο σε τρέχουσες όσο και σε σταθερές τιμές.

Μάλιστα, η δομική εικόνα του ισοζυγίου, αν δηλαδή εξαιρεθούν τα καύσιμα είναι ακόμα χειρότερη, αφού οι εξαγωγές μειώθηκαν σημαντικά, ενώ αντίθετα οι εισαγωγές αυξήθηκαν έστω και οριακά.

Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, σε τρέχουσες τιμές:

  • Οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 10,4% (‑7,9% σε σταθερές τιμές) τον Ιανουάριο και
  • Οι εισαγωγές κατά 3,4% (αύξηση 1,6% σε σταθερές τιμές).
  • Οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν μείωση κατά 8,4% (‑9,5% σε σταθερές τιμές).
  • Οι εισαγωγές χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 1,1% (1,9% σε σταθερές τιμές).

Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΤτΕ αντικατοπτρίζουν τη μείωση των εξαγωγών που καταγράφεται τους τελευταίους μήνες, λόγω της μείωσης των τιμών κυρίως στα ενεργειακά προϊόντα, της επιδείνωσης των συνθηκών στις διεθνείς αγορές που προκαλούν οι γεωπολιτικές εντάσεις, αλλά και την επιβράδυνση της ανάπτυξης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, που είναι και βασικοί προορισμοί για τα ελληνικά προϊόντα.

Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν εκείνα της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία των εξαγωγών τον Ιανουάριο, σύμφωνα με τα οποία η συνολική τους αξία διαμορφώθηκε στα 4 δισ. ευρώ από 4,51 δισ. ευρώ που ήταν τον Ιανουάριο του 2023, μειωμένες κατά 11,2%. Τον ίδιο μήνα υποχώρηση 6,3% κατέγραψαν και οι εισαγωγές που διαμορφώθηκαν στα 6,55 δισ. ευρώ από 6,99 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2023.
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών αυξήθηκε τον Ιανουάριο του 2024. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στη βελτίωση όλων των επιμέρους ισοζυγίων, και ιδίως του ισοζυγίου λοιπών υπηρεσιών. Σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 16% και οι εισπράξεις κατά 27,1%, αν και ο Ιανουάριος είναι παραδοσιακά αδύναμος μήνας για τον ελληνικό τουρισμό και μετράει ελάχιστα στη συνολική πορεία του έτους.