Οι σημερινές εκλογές στην Τουρκία θα μπορούσαν να καθορίσουν το πολιτικό μέλλον του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενός ηγέτη του οποίου οι δύο δεκαετίες στην εξουσία έχουν αναδιαμορφώσει την πολιτική της Τουρκίας και τον ρόλο της στις παγκόσμιες υποθέσεις, επισημαίνει σε δημοσίευμά της η Washington Post.
Πόλωση, αυταρχισμός και ισχυρή προσωπικότητα
Πρώτα ως πρωθυπουργός και στη συνέχεια ως πρόεδρος, ο Ερντογάν έχει αντιμετωπίσει πολλές κρίσεις και ευθεία αμφισβήτηση της εξουσίας του, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, κινήθηκε προς την κατεύθυνση της μοκοκρατορίας του, εδραιώνοντας την εξουσία του και αξιοποιώντας τη διεθνή επιρροή της Τουρκίας, επισημαίνει το αμερικανικό μέσο.
Πρόκειται για μια πολωτική φιγούρα που σήμερα αντιμετωπίζει ίσως τις πιο κρίσιμες και αμφίρροπες εκλογές της καριέρας του. Είναι επικεφαλής ενός πληθωρισμού που έχει εκτοξευθεί στα ύψη και τους τελευταίους μήνες η κυβέρνησή του δέχεται έντονη κριτική για την αντίδρασή της στους σεισμούς που άφησαν πίσω τους περισσότερους από 50.000 νεκρούς στην Τουρκία νωρίτερα φέτος.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, έχει ενισχύσει το καθεστώς λογοκρισίας, και υπό την κυβέρνησή του, η δικαιοσύνη έχει φυλακίσει ή ασκήσει διώξεις εναντίον πολιτικών του αντιπάλων. Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο πιο προβεβλημένος αντίπαλός του, έχει υποσχεθεί μια εναλλακτική λύση:«Τίποτα δεν θα σας συμβεί ποτέ, μα ποτέ, επειδή με επικρίνετε».
Η πορεία του σουλτάνου στα κορυφαίο αξίωμα
Ο Ερντογάν όμως έφτασε στην κορυφή της εξουσίας με κόπο, πόνο και ιδρώτα και δεν θα εγκαταλείψει αμαχητί την κορυφή.
Όλα ξεκίνησαν το 1994. Ο Ρετζέπ Ερντογάν είναι φιλόδοξος και αποφασισμένος. Κατεβαίνει υποψήφιος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, κερδίζοντας με ποσοστό περίπου 25% των ψήφων ως μέλος του Κόμματος Ευημερίας. Ως δήμαρχος, ο Ερντογάν εστιάζει στον εκσυγχρονισμό των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών – μεταξύ άλλων μέσω ιδιωτικοποιήσεων.
Το 1997 κατηγορείται για υποκίνηση θρησκευτικού μίσους αφού απαγγέλλει ένα απόσπασμα από ένα ποίημα – το οποίο περιλαμβάνει μαχητικές θρησκευτικές εικόνες: «οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας» – που προσκρούει στους νόμους της Τουρκίας που επιβάλλουν την κοσμικότητα. Ως συντηρητικός που προέρχεται από μια ισλαμιστική πολιτική παράδοση, επιδιώκει να αποκτήσουν μεγαλύτερη πολιτική εκπροσώπηση οι θρησκευόμενοι μουσουλμάνοι.
Ένα χρόνο μετά, εκτίει ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών στις αρχές του για την απαγγελία. Η φυλάκισή του όμως ενισχύει το προφίλ του. Η εικόνα του μεγάλου μουσουλμάνου ηγέτη διαμορφώνεται.
Η ισλαμική Τουρκία του Ερντογάν
Ο Ερντογάν το 2001 ιδρύει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ΑΚΡ. Ο ίδιος και οι σύμμαχοί του κάνουν τον υπολογισμό ότι ένα ξεκάθαρο ισλαμιστικό κόμμα δεν θα κέρδιζε την εξουσία στην Τουρκία στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το ΑΚΡ τοποθετείται ως συντηρητικό και με σεβασμό στην ισλαμική παράδοση. «Είμαι μουσουλμάνος», δήλωσε ο Ερντογάν στο περιοδικό TIME το 2002, «αλλά πιστεύω σε ένα κοσμικό κράτος».
Το 2003 γίνεται πρωθυπουργός, αφού το κόμμα του κερδίζει την εξουσία στο κοινοβούλιο και κάποιες νομικές αλλαγές του επιτρέπουν να υπηρετεί παρά τη φυλάκισή του. Σε αυτόν τον ρόλο, και στο πλαίσιο της επιδίωξης της Τουρκίας να γίνει μέλος της ΕΕ, η κυβέρνηση του Ερντογάν επιδιώκει μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων σαρωτικών αλλαγών στον ποινικό κώδικα, περισσότερων χρημάτων που διατίθενται για δαπάνες στην παιδεία, καθώς και νόμων που επεκτείνουν την ελευθερία της έκφρασης και της θρησκείας. Αυτά έρχονται παράλληλα με μια πιο συντηρητική ατζέντα, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών για τον περιορισμό της πώλησης αλκοόλ.
Η Τουρκία περιφερειακός παίκτης
Έξι χρόνια μετά, έρχεται η ώρα για ένα γερό περιφερειακό παιχνίδι, στόχος του σουλτάνου για την κατοχύρωσή του και στο εσωτερικό της χώρας, μεταξύ άλλων. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα επιλέγει την Τουρκία ως προορισμό για το πρώτο του διμερές διπλωματικό ταξίδι στο εξωτερικό. Η επίσκεψή του επιβεβαιώνει το όραμα της Τουρκίας που χαράζει μια πορεία για μια μορφή ισλαμισμού αποδεκτή από τη Δύση και φαινομενικά με στόχο την ένταξη στην Ε.Ε.
Τα επόμενα χρόνια, σε περιφερειακό επίπεδο, ο Ερντογάν λαμβάνει επαίνους για την ηγεσία της Τουρκίας καθ’ όλη τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, όταν οι εξεγέρσεις συγκλόνισαν τον αραβικό κόσμο, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Brookings για την αραβική κοινή γνώμη του 2011, υπογραμμίζει η Washington Post.
Μεταξύ των 3.000 ερωτηθέντων της δημοσκόπησης στην Αίγυπτο, την Ιορδανία, τον Λίβανο, το Μαρόκο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα,«η Τουρκία θεωρείται ότι διαδραμάτισε τον “πιο εποικοδομητικό” ρόλο στα αραβικά γεγονότα», αναφέρεται στην καταγραφή των αποτελεσμάτων της δημοσκόπησης. Μεταξύ των ερωτηθέντων, αναφέρει το κείμενο, «εκείνοι που οραματίζονται έναν νέο πρόεδρο για την Αίγυπτο θέλουν ο νέος πρόεδρος να μοιάζει περισσότερο με τον Ερντογάν».
Συγκεντρώνοντας την εξουσία στα χέρια του
Περίπου την ίδια εποχή, στα τέλη του 2010, ο Ερντογάν και το ΑΚΡ κερδίζουν ένα συνταγματικό δημοψήφισμα που περιορίζει την εξουσία του στρατού και μετατρέπει τις προεδρικές εκλογές σε εθνικές και όχι κοινοβουλευτικές.
Το 2013 όμως έρχοναι οι πρώτες δυσκολίες. Μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, που πυροδοτούνται από την αντίθεση του κοινού σε ένα κατασκευαστικό έργο που υποστηρίζεται από τον Ερντογάν στο πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης, σηματοδοτούν μια στροφή στην πολιτική πορεία του Ερντογάν. Οι διαδηλωτές ξεκινούν καθιστική διαμαρτυρία και η επακόλουθη αντίδραση της αστυνομίας γεννά ένα ευρύτερο κίνημα και, με τη σειρά του, μια πιο εκτεταμένη καταστολή.
Την ίδια χρονιά, ένα σαρωτικό σκάνδαλο διαφθοράς που εμπλέκει μέλη του ΑΚΡ σε υποθέσεις δωροδοκίας, ξεπλύματος χρήματος και απάτης, με αποτέλεσμα την παραίτηση πολλών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων μελών του υπουργικού συμβουλίου του Ερντογάν, ταράζει το πολιτικό σκηνικό.
Ηχογραφήσεις που διέρρευσαν μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται επίσης να καταγράφουν τον Ερντογάν να συζητά δωροδοκίες με τον γιο του. Ο Ερντογάν απορρίπτει τις ηχογραφήσεις ως κατασκευές, μέρος μιας διεθνούς συνωμοσίας για την απομάκρυνσή του από την εξουσία.
Το 2014 ο Ερντογάν αναλαμβάνει την προεδρία, κερδίζοντας τις πρώτες προεδρικές εκλογές της Τουρκίας που βασίζονται σε εθνική ψηφοφορία, απευθείας εκλεγμένος από τον τουρκικό λαό.
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου
Δύο χρόνια μετά ακολουθεί η αποτυχημένη απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, η οποία βυθίζει τη χώρα σε σύντομο αλλά βίαιο χάος. Παρ ‘όλα αυτά ο Ερντογάν εδραιώνει την εξουσία του. Επιβλέπει μια αυστηρή καταστολή του ανεξάρτητου Τύπου. Αρχίζει μια σειρά εκκαθαρίσεων, εκδιώκοντας χιλιάδες, συμπεριλαμβανομένων πρώην συμμάχων του, από την πολιτική, τον ακαδημαϊκό χώρο, το δικαστικό σώμα και τον στρατό, μαζί με την απέλαση ξένων ΜΚΟ από τη χώρα. Οι εκκαθαρίσεις στοχεύουν πολλούς οπαδούς του εξόριστου κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν, πρώην συμμάχου του Ερντογάν.
Το 2017 εδραιώνει ακόμη περισσότερο την εξουσία του
Οι ψηφοφόροι εγκρίνουν μια σειρά συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που προωθεί ο Ερντογάν, οι οποίες αλλάζουν τη μορφή διακυβέρνησης της Τουρκίας, καταργώντας τη θέση του πρωθυπουργού και αναθέτοντας την εξουσία σε έναν εκτελεστικό πρόεδρο. Την επόμενη χρονιά, ο Ερντογάν επανεκλέγεται πρόεδρος, με τον ρόλο να προσφέρει σημαντικά μεγαλύτερη εξουσία από ό,τι το 2014.
Αφού γίνεται πρόεδρος, ο Ερντογάν θεσπίζει περιορισμούς στις πλατφόρμες και τους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, συμπεριλαμβανομένων του Twitter, του YouTube και της Wikipedia, και περιορίζει σημαντικά τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης μέσω συλλήψεων και εκκαθαρίσεων, ενώ στηρίζει τα αυστηρά ελεγχόμενα φιλοκυβερνητικά μέσα.
Το 2019 για πρώτη φορά από την ίδρυση του κόμματος, ο υποψήφιος του ΑΚΡ χάνει τις δημαρχιακές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη. Τη θέση καταλαμβάνει ο Εκρέμ Ιμάμογλου, μέλος του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος. Ο Ιμάμογλου, δημοφιλής δήμαρχος με προοπτικές προεδρικής εκλογής, καταδικάζεται σε φυλάκιση με την κατηγορία της «προσβολής δημοσίων προσώπων» το 2022, καταστρέφοντας τις πιθανότητές του να θέσει υποψηφιότητα εναντίον του Ερντογάν στις προεδρικές εκλογές του 2023 και θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη βούληση του Ερντογάν να επιτρέψει δίκαιες εκλογές.
Στην τελική ευθεία για την μεγάλη εκλογική αναμέτρηση
Τον Οκτώβριο, η Τουρκία εξαπολύει επίθεση εναντίον των συμμαχικών με τις ΗΠΑ κουρδικών δυνάμεων στη βόρεια Συρία. Η κίνηση αυτή φέρνει τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ σε αντιπαράθεση σχετικά με τον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Το 2021-2022 Εν μέσω του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται το καθεστώς της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ με δεσμούς με τη Ρωσία για να τοποθετηθεί ως διαμεσολαβητής.
Το 2022, η Τουρκία και τα Ηνωμένα Έθνη διευκολύνουν μια συμφωνία μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας για την αποκατάσταση των εμπορικών αποστολών σιτηρών που έχουν αποκλειστεί από τη Ρωσία στη Μαύρη Θάλασσα, με αντάλλαγμα τη χαλάρωση των περιορισμών σε ορισμένες ρωσικές εξαγωγές. Εμποδίζει την υποψηφιότητα της Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, λέγοντας ότι η χώρα φιλοξενεί «τρομοκράτες» εχθρικούς προς την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας.
Ο Ερντογάν δίνει τα ρέστα του στη διεθνή σκηνή, για να ενισχύσει το πολιτικό του εκτόπισμα και εν όψει των εκλογών.
Σήμερα, τώρα, αυτές τις ώρες, κρίνεται η πολιτική κυριαρχία Ερντογάν, η οποία απειλείται περισσότερο από ποτέ από το Κεμάλ Κιλιτσνταρόγλου και όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στις κάλπες με τον φόβο μιας απρόβλεπτης αντίδρασης του Ρετζέπ Ερντογάν, αν ηττηθεί στην εκλογική αναμέτρηση.