Μία από τις κόρες του Μάλκολμ Χ αποφάσισε να μηνύσει 58 χρόνια μετά την δολοφονία του πατέρα της, το FBI, τη CIA, αλλά και άλλες μυστικές υπηρεσίες που εμπλέκονταν και να ζητήσει αποζημίωση 100 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η Ιλιάσα Σαμπάζ κατηγορεί ομοσπονδιακές και πολιτειακές υπηρεσίες ότι απέκρυψαν δολίως αποδείξεις ότι «συνωμότησαν και εκτέλεσαν το σχέδιο δολοφονίας του Μάλκολμ Χ».
«Επί χρόνια, η οικογένειά μας αγωνίστηκε για να αποκαλυφθεί η αλήθεια για τη δολοφονία του» είπε η Σαμπάζ σε μια συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στον τόπο όπου πέθανε ο πατέρας της και σήμερα είναι μνημείο του Μάλκολμ Χ.
Η αστυνομία της Νέας Υόρκης είπε ότι δεν θα σχολιάσει μια υπόθεση που είναι σε εκκρεμότητα. Το FBI και η CIA δεν ανταποκρίθηκαν αμέσως σε ένα αίτημα να σχολιάσουν το θέμα.
Ο Μάλκολμ Χ ήταν μια ηγετική προσωπικότητα του Έθνους του Ισλάμ, μιας αφροαμερικανικής μουσουλμανικής οργάνωσης που κήρυττε τον διαχωρισμό μαύρων και λευκών. Ήταν επί δέκα και πλέον χρόνια ο εθνικός εκπρόσωπος της οργάνωσης, όμως το 1964 διέρρηξε τις σχέσεις του μαζί της και μετρίασε ορισμένες από τις παλαιότερες απόψεις του για τον φυλετικό διαχωρισμό, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την οργή ορισμένων μελών του Έθνους του Ισλάμ και να δεχτεί απειλές για τη ζωή του.
Ήταν 39 ετών όταν τρεις ένοπλοι τον πυροβόλησαν επί σκηνής ενώ ετοιμαζόταν να εκφωνήσει μια ομιλία στο Audubon Ballroom της Νέας Υόρκης, στις 21 Φεβρουαρίου 1965. Η Σαμπάζ, που τότε ήταν 2 ετών, ήταν παρούσα μαζί με τη μητέρα και τις αδελφές της. Λίγο αργότερα, συνεργάτες του Μάλκολμ Χ είπαν ότι πίστευαν πως διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες γνώριζαν το σχέδιο δολοφονίας του και επέτρεψαν να υλοποιηθεί.
Ο Τάλματζ Χάγιερ, που τότε ήταν μέλος του Έθνους του Ισλάμ, ομολόγησε στο δικαστήριο ότι ήταν ο ένας από τους δολοφόνους. Το 2021 ένας δικαστής της Νέας Υόρκης ανέτρεψε τις καταδίκες δύο άλλων ανδρών οι οποίοι είχαν καταδικαστεί για τον φόνο και παρέμειναν για δεκαετίες στη φυλακή. Ο Χάγιερ έλεγε επί χρόνια ότι οι δύο άνδρες ήταν αθώοι και ότι οι συνεργοί του ήταν άλλα μέλη του Έθνους του Ισλάμ.
Οι δύο άνδρες αθωώθηκαν κατόπιν αιτήματος της εισαγγελίας του Μανχάταν που ανέφερε ότι από την έρευνά της διαπιστώθηκε πως οι εισαγγελείς και οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου απέκρυψαν στοιχεία που, αν είχαν αποκαλυφθεί, θα οδηγούσαν κατά πάσα πιθανότητα στην απαλλαγή τους.