Εισαγγελείς της διεθνούς ερευνητικής ομάδας στην Ολλανδία που ερευνούσαν την κατάρριψη της πτήσης MH17 το 2014 στην Ουκρανία, ανακοίνωσαν ότι κατέληξαν στο συμπέρασμα, πως υπάρχουν «σοβαρές ενδείξεις» για εμπλοκή του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ωστόσο όπως δήλωσαν αποδεικτικά στοιχεία για την εμπλοκή του Πούτιν και άλλων Ρώσων αξιωματούχων δεν είναι επαρκώς συγκεκριμένα ώστε να οδηγήσουν σε μια ποινική καταδίκη και ότι θα συνεχίσουν την έρευνα χωρίς άλλες διώξεις.
«Η έρευνα έχει φθάσει στα όρια της» δήλωσε η εισαγγελέας Ντιγκνα βαν Μποετσελάρ σε συνέντευξη τύπου στην Χάγη. «Τα ευρήματα είναι ανεπαρκή για να διωχθούν νέοι ύποπτοι».
Τον Νοέμβριο, δικαστήριο της Ολλανδίας καταδίκασε δύο Ρώσους πρώην πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών και έναν Ουκρανό αυτονομιστή ηγέτη για δολοφονία επειδή βοήθησαν στον συντονισμό του ρωσικού πυραυλικού συστήματος BUK που χρησιμοποιήθηκε για την κατάρριψη του αεροσκάφους. Οι τρεις άνδρες που καταδικάστηκαν ερήμην, παραμένουν ασύλληπτοι.
Την χρονική εκείνη περίοδο που καταρρίφθηκε το αεροσκάφος , οι ουκρανικές δυνάμεις πολεμούσαν εναντίον των υποστηριζόμενων από την Ρωσία αυτονομιστών στην επαρχία Ντονέτσκ της ανατολικής Ουκρανίας.
Αλλά στο γενικότερο πλαίσιο της καταδίκης των τριών ανδρών τον Νοέμβριο, το ολλανδικό δικαστήριο αποφάσισε ότι η Ρωσία εκ των πραγμάτων είχε τον «συνολικό έλεγχο» των αυτονομιστικών δυνάμεων στον Ντονέτσκ αρχής γενομένης από τον Μάιο του 2014.
Οι εισαγγελείς ανακοίνωσαν σήμερα ότι δεν μπορούν να ταυτοποιήσουν τις εξειδικευμένες ευθύνες που είχαν οι στρατιώτες για την εκτόξευση του πυραύλου που κατέρριψε το αεροσκάφος, οι οποίοι προέρχονταν από την 53 ταξιαρχία που είχε την έδρα τους στο Κούρσκ.
Οι ίδιοι επικαλέσθηκαν μια ενδοεπικοινωνία μεταξύ Ρώσων αξιωματούχων το 2014 ως αποδεικτικό στοιχείο, σύμφωνα με την οποία η έγκριση εκ μέρους του Πούτιν ήταν αναγκαία προτού οι αυτονομιστές διατυπώσουν το αίτημα τους για εξοπλισμό.
Επιπροσθέτως παρουσίασαν μια συνομιλία που είχε ο ίδιος ο Πούτιν το 2017 με τον διορισμένο από την Ρωσία επικεφαλής διοικητή της επαρχίας Λουγκάνσκ στην οποία συζητούν για την στρατιωτική κατάσταση και για την ανταλλαγή αιχμαλώτων.