Νέα μελέτη ανέλυσε στοιχεία από 15 χώρες και εντόπισε πόσο χρονικό διάστημα έχασαν οι μαθητές από το σχολείο, λόγω των lockdown και των περιορισμών που μπήκαν σε εφαρμογή εξαιτίας του κορονοϊού.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Μπαστιάν Μπετχόιζερ της σχολής Sciences Po του Παρισιού, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα ανθρώπινης συμπεριφοράς «Nature Human Behaviour», πραγματοποίησαν μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση 42 ερευνών της περιόδου Μαρτίου 2020-Αυγούστου 2022 από 15 χώρες (Αυστραλία, Βέλγιο, Βραζιλία, Κολομβία, Δανία, Γερμανία, Ιταλία, Μεξικό, Ολλανδία, Ν.Αφρική, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Βρετανία και ΗΠΑ).
Η μελέτη βρήκε ότι η μαθησιακή διαδικασία επιβραδύνθηκε εν μέσω της πανδημίας και ότι τα μαθησιακά ελλείμματα επέμεναν τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2022, δηλαδή είχαν διαρκέσει τουλάχιστον δυόμισι χρόνια. Η υστέρηση των μαθητών ήταν μεγαλύτερη στα μαθηματικά σε σχέση με τη γλώσσα. Ακόμη διαπιστώθηκε ότι οι προϋπάρχουσες μαθησιακές ανισότητες μεταξύ των μαθητών, κυρίως μεταξύ εκείνων από οικογένειες πλουσιότερες και φτωχότερες, επιδεινώθηκαν εξαιτίας των lockdown και της πανδημίας.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι παρόλο που τα μαθησιακά ελλείμματα εμφανίστηκαν πολύ νωρίς στη διάρκεια της πανδημίας, είναι αξιοσημείωτο ότι δεν έκλεισαν, αντίθετα σε κάποιες περιπτώσεις διευρύνθηκαν, με το πέρασμα του χρόνου. Γι’ αυτό επισημαίνουν την ανάγκη λήψη πρωτοβουλιών, ώστε να κλείσουν αυτά τα ελλείμματα στη μάθηση και να μη διαιωνίζονται. Αυτό, μεταξύ άλλων, όπως αναφέρουν, σημαίνει επιπρόσθετη σχολική υποστήριξη στα παιδιά που έχασαν το περισσότερο μαθησιακό έδαφος στη διάρκεια της πανδημίας.
Η νέα μελέτη εκτιμά ότι το 95% των μαθητών παγκοσμίως – δηλαδή σχεδόν όλοι – επηρεάστηκαν αρνητικά από το αναγκαστικό κλείσιμο των σχολείων και τα άλλα περιοριστικά μέτρα. Η απώλεια ωρών διδασκαλίας, η υποχρεωτική υβριδική ή εξ αποστάσεως διδασκαλία, η περιορισμένη μάθηση πρόσωπο-με-πρόσωπο, αλλά και η μειωμένη φυσική άσκηση, καθώς και η οικονομική αβεβαιότητα πολλών οικογενειών, που επηρέασε ιδιαίτερα τα παιδιά από οικογένειες χαμηλότερου εισοδήματος, λειτούργησαν αρνητικά για τη μάθηση.