H βρετανική κυβέρνηση παρουσίασε στο Κοινοβούλιο ένα νομοσχέδιο για τη μείωση της αποζημίωσης των Βορειοϊρλανδών βουλευτών έπειτα από μήνες παράλυσης της τοπικής συνέλευσης λόγω των διαφωνιών που έχουν προκύψει μετά το Brexit.
Το νομοσχέδιο, που παρατείνει επίσης την προθεσμίας προκειμένου τα κόμματα στο Μπέλφαστ να συμφωνήσουν και να σχηματίσουν τοπική κυβέρνηση, προβλέπει τη μείωση των εσόδων των βουλευτών κατά περισσότερο από 25% όσο η συνέλευση παραμένει σε παράλυση.
«Προτρέπω τα βορειοϊρλανδικά κόμματα να κάνουν χρήση αυτής της προθεσμίας που δόθηκε για να συναντηθούν προς το συμφέρον όλων των πολιτών στη Βόρεια Ιρλανδία», δήλωσε ο Βρετανός υπουργός αρμόδιος για την επαρχία, Κρις Χίτον-Χάρις.
«Επί του παρόντος (οι βουλευτές) δεν είναι σε θέση να εκπληρώσουν το σύνολο των ευθυνών τους, συνεπώς είναι φυσικό να ενεργήσουμε για να μειώσουμε τους μισθούς τους», πρόσθεσε.
Η βρετανική επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας έχει βυθιστεί εδώ και μήνες σε πολιτικό αδιέξοδο εν μέσω διαφωνιών για το καθεστώς της μετά το Brexit. Στο επίκεντρο των διαφωνιών βρίσκεται το πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας, που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης την εποχή της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το πολιτικό αδιέξοδο οφείλεται στο γεγονός ότι το μικρό Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP), που αντιτίθεται στις διατάξεις του πρωτοκόλλου, αρνείται να μετάσχει στην τοπική συνέλευση όσο το πρωτόκολλο δεν αλλάζει σε μεγάλο βαθμό, εμποδίζοντας τον σχηματισμό κυβέρνησης που πρέπει να μοιραστεί με τους ρεπουμπικανούς του Σιν Φέιν, νικητές των εκλογών του Μαΐου.
Τα κόμματα είχαν διορία έως την 28η Οκτωβρίου να συμφωνήσουν αλλά μετά την αποτυχία επίτευξης ενός συμβιβασμού, η βρετανική κυβέρνηση δέχθηκε να δώσει παράταση στην προθεσμία προτού προκηρύξει νέες εκλογές. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η προθεσμία θα είναι στο εξής η 8η Δεκεμβρίου, με μια δυνατότητα παράτασής της έως τις 19 Ιανουαρίου.
Οι Ενωτικοί, που είναι προσηλωμένοι στη θέση της Βόρειας Ιρλανδίας εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, ζητούν την κατάργηση του πρωτοκόλλου καθώς καθιερώνει ένα ειδικό τελωνειακό καθεστώς στην επαρχία για να αποφευχθεί η επαναφορά ενός φυσικού συνόρου με τη γειτονική Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Σύμφωνα με Ενωτικούς, το κείμενο θίγει την ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου επειδή δημιουργεί ένα de facto τελωνειακό σύνορο μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της υπόλοιπης χώρας.