Ο Ναός του Σατανά ζήτησε να υψώσει το λάβαρό του στο δημαρχείο της Βοστόνης, αφότου το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε, στις αρχές της εβδομάδας, ότι η δημοτική αρχή παραβίασε το συνταγματικό δικαίωμα περί ελευθερίας του λόγου μιας χριστιανικής οργάνωσης όταν αρνήθηκε να υψώσει τη σημαία της στο κοντάρι του κτιρίου, επειδή εικόνιζε έναν σταυρό.
Ο Ναός του Σατανά, που εδρεύει στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης υπέβαλε αίτημα την Τρίτη στην υπηρεσία διαχείρισης κτιρίων του δήμου, ζητώντας να υψωθεί η σημαία του για την «Εβδομάδα Σατανικής Αναγνώρισης», από τις 23 μέχρι τις 29 Ιουλίου.
Ο δήμος λειτουργούσε ένα πρόγραμμα με βάση το οποίο ιδιωτικές οργανώσεις μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το κοντάρι της σημαίας στις εκδηλώσεις που οργάνωναν στην πλατεία μπροστά στο δημαρχείο. Ανέστειλε το πρόγραμμα αυτό τον περασμένο Οκτώβριο, εν μέσω της δικαστικής διαμάχης, ώστε να διασφαλίσει ότι δεν θα υποχρεωνόταν «να διαφημίσει μηνύματα αντίθετα με τα δικά του» και ανέφερε ότι θα το επανεξετάσει.
Όταν ρωτήθηκε για το αίτημα του Ναού του Σατανά, ένας εκπρόσωπος της δημάρχου Μισέλ Γιου, υπενθύμισε ότι το πρόγραμμα έχει ανασταλεί και ότι ο δήμος εξετάζει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο Ναός του Σατανά υποστηρίζει ότι προωθεί τη φιλευσπλαχνία και την κατανόηση μεταξύ των ανθρώπων και απορρίπτει την τυραννική εξουσία, αναφέρει το Reuters.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η Βοστόνη παραβίασε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, όταν απέρριψε το αίτημα της χριστιανικής οργάνωσης «Συνταγματική Παράταξη» και του διευθυντή της, Χάρολντ Σάρτλιφ. Ο δήμος υποστήριζε ότι η έπαρση μιας σημαίας με σταυρό θα παραβίαζε την πρώτη τροπολογία του συντάγματος που απαγορεύει στην κυβέρνηση να προωθεί μια συγκεκριμένη θρησκεία.
Εκτιμά επίσης ότι αν υποχρεωθεί να επιτρέψει να χρησιμοποιείται το κοντάρι από όλους τους ενδιαφερόμενους, τότε θα μπορούσαν να υψωθούν εκεί λάβαρα που προωθούν τον διχασμό ή τη μισαλλοδοξία, όπως μια σβάστικα ή τα σύμβολα μιας τρομοκρατικής οργάνωσης.
Ο Ναός του Σατανά δεν ανταποκρίθηκε αμέσως σε ένα αίτημα του πρακτορείου Reuters να σχολιάσει το θέμα.
(Φωτογραφία αρχείου)