Το πράσινο φως αναμένεται να ανάψει σήμερα το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο της Γερμανίας στην κοινή πρόταση των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού και της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) για τη στήριξη της Ουκρανίας με την παράδοση βαρέων όπλων.
Η ΚΟ της Χριστιανικής Ένωσης, η οποία είχε αρχικά «απειλήσει» να καταθέσει δική της πρόταση, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει κυβερνητική κρίση, τελικά απέσυρε το δικό της σχέδιο και προσχώρησε στην πρόταση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων (FDP), αφού προηγουμένως επέβαλε αλλαγές και προσθήκες.
Σύμφωνα με τα έγγραφα που δημοσιοποίησε χθες το βράδυ η Bundestag και όπως αναφέρει ανταπόκριση του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, η πρόταση προβλέπει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει «να συνεχίσει και, όπου είναι δυνατό, να επιταχύνει την παράδοση του απαραίτητου εξοπλισμού στην Ουκρανία, επεκτείνοντας παράλληλα την παράδοση βαρέων όπλων και περίπλοκων συστημάτων (…) χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η δυνατότητα της Γερμανίας να υπερασπιστεί τη Συμμαχία». Επιπλέον, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να φροντίσει για την ανθρωπιστική υποστήριξη των προσφύγων, ενώ θα πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την απεξάρτηση της χώρας από τη ρωσική ενέργεια.
Τα κόμματα ζητούν ακόμη η κυβέρνηση να μεριμνήσει το συντομότερο δυνατό για τη δημιουργία ειδικού ταμείου με αντικείμενο τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Με αυτόν τον τρόπο CDU/CSU σηματοδοτούν ότι εγκρίνουν και την απαραίτητη συνταγματική αναθεώρηση, προκειμένου να διατεθούν 100 δισεκατομμύρια ευρώ στην Bundeswehr.
«Είναι καλό που η Ένωση απέσυρε τις δικές της απαιτήσεις και επέλεξε να στηρίξει τη δική μας πρόταση. Η Γερμανία θέλει να στηρίξει την Ουκρανία όσο καλύτερα μπορεί — και είναι σημαντικό μήνυμα το γεγονός ότι το δημοκρατικό κέντρο στην Bundestag είναι σε αυτό το θέμα ομόφωνο», δήλωσε ο επικεφαλής της ΚΟ του FDP Κρίστιαν Ντουρ.
Η αλλαγή στάση και η «στροφή» του Σολτς
Η αλλαγή στάσης Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών οφείλεται ωστόσο κυρίως στην «στροφή» του καγκελάριου Όλαφ Σολτς σε ό,τι αφορά την παράδοση βαρέων όπλων στον ουκρανικό στρατό. Αρχικά ο κ. Σολτς επέμενε ότι «κάνει το παν προκειμένου να αποτρέψει ενδεχόμενη κλιμάκωση η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε τρίτο παγκόσμιο πόλεμο». Όμως τελικά έκανε στροφή, εξαιτίας της πίεσης της αντιπολίτευσης και κυρίως των κυβερνητικών του εταίρων.
Η κοινή πρόταση που ψηφίζεται σήμερα καταδεικνύει ακριβώς πόσο ισχυρή ήταν η πίεση υπό την οποία ο καγκελάριος αναθεώρησε την στάση του. Σύμφωνα με το περιοδικό Der Spiegel, όταν ο κ. Σολτς ανακοίνωσε, προχθές, στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του SPD την απόφασή του, κάποιοι βουλευτές δεν μπορούσαν να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους.
«Πολύ ράθυμος, πολύ διστακτικός, υπερβολικά λιγομίλητος — η δημόσια εικόνα του καγκελάριου τις τελευταίες εβδομάδες ήταν καταστροφική. Οι βουλευτές του SPD εμφανίζονταν όλο και πιο ενοχλημένοι (…). Τώρα, όμως, ο καγκελάριος βρήκε ξεκάθαρες λέξεις. Ήταν μια ομιλία με την οποία ο κ. Σολτς προφανώς ήθελε να απομακρύνει τους φόβους των βουλευτών του και να τους εμφυσήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση», αναφέρει το περιοδικό, επικαλούμενο μαρτυρίες συμμετεχόντων στη συνεδρίαση. «Φέρουμε ευθύνη και κάποιες φορές έχει θύελλα. Αλλά είμαστε καλό σκαρί», φέρεται να δήλωσε ο κ. Σολτς, ενώ ο βουλευτής του SPD και πρώην δήμαρχος του Βερολίνου Μίχαελ Μιούλερ του επισήμανε ότι αυτή η ομιλία έπρεπε να είχε γίνει δημόσια, όχι σε κλειστή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας και αρχηγός της CSU Μάρκους Ζέντερ, παρά το γεγονός ότι έδωσε τελικά την στήριξή του για την υιοθέτηση της πρότασης, ξεκαθάρισε ότι είναι «λιγότερο ευφορικός» από ό,τι οι Πράσινοι και το FDP, καθώς ανησυχεί για τον κίνδυνο η Γερμανία να παρασυρθεί στον πόλεμο της Ουκρανίας. «Φυσικά θα βοηθήσουμε. Αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί προκειμένου να μην βρεθούμε ξαφνικά οι ίδιοι σε πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, ως ελεύθερη Δύση, πρέπει να σταματήσουμε την επιθετικότητα», δήλωσε στην Nürnberger Nachrichten. Ο κ. Ζέντερ, αναφερόμενος στον πρώην καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ, έκανε λόγο για έναν «παράλογο ηλικιωμένο, για τον οποίο είναι πιο σημαντικές οι αμοιβές από την τιμή του αξιώματός του» και τόνισε ότι αυτό είναι επιβλαβές για τη Γερμανία και το SPD θα πρέπει να τον απομακρύνει. Αντιθέτως, υπερασπίστηκε την πρώην καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ και τον πρώην υπουργό Εξωτερικών και νυν ομοσπονδιακό πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, λέγοντας ότι «προσπάθησαν να διατηρήσουν την ειρήνη και να κρατήσουν ζωντανές τις συνομιλίες με τη Ρωσία».
Η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ από την πλευρά της, απαντώντας χθες σε ερωτήσεις στη Βουλή, χαρακτήρισε «σωστό βήμα» την απόφαση για την παράδοση βαρέων όπλων στην Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι, όπως παραδέχθηκε, «τα βήματα που κάνει η Ρωσία σε αυτόν τον πόλεμο είναι στην διακριτική ευχέρεια του Βλαντίμιρ Πούτιν και γι’ αυτό δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τίποτα». Τόνισε ωστόσο ότι «οι Ουκρανοί δεν μπορούν να αφεθούν να παλεύουν μόνοι». Η κυβέρνηση, πρόσθεσε η «πράσινη» υπουργός Εξωτερικών, «έχει την ευθύνη από τη μία πλευρά να καθιστά σαφείς τους κινδύνους και από την άλλη να μην προκαλεί πανικό».
Ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο οποίος πραγματοποιεί το τελευταίο διάστημα επισκέψεις στις χώρες της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, δήλωσε χθες στα σύνορα Σλοβακίας – Ουκρανίας ότι «η Γερμανία δεν χρειάζεται να κρύβει αυτά που προσφέρει σε οικονομικό, ανθρωπιστικό και κυρίως στρατιωτικό επίπεδο». Σε κάθε περίπτωση, τόνισε, θεωρεί κατανοητό το γεγονός ότι κάθε παράδοση οπλισμού εξετάζεται ενδελεχώς πριν εγκριθεί. Ο κ. Σταϊνμάιερ διαβεβαίωσε την σλοβάκα ομόλογό του Σουζάνα Τσαπούτοβα ότι η κριτική που προέρχεται κάποιες φορές από το Κίεβο, ακόμη και το γεγονός ότι ο ίδιος αποκλείστηκε πρόσφατα από επίσκεψη στην Ουκρανία, δεν θα εκτρέψουν την Γερμανία από την πορεία της. «Δεν θα αφήσουμε μόνη την Ουκρανία σε αυτές τις δύσκολες στιγμές», δήλωσε κατ’ επανάληψη κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Σλοβακία. Εκείνη από την πλευρά της τον διαβεβαίωσε πως είναι πάντα ευπρόσδεκτος στην Μπρατισλάβα.
Η Πολωνία θέλει κεφάλαια από την ΕΕ για τους ουκρανούς πρόσφυγες
Στο μεταξύ, η Πολωνία ζητεί να της δοθούν επιπλέον κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να καλυφθεί το κόστος της φιλοξενίας των εκατομμυρίων ουκρανών προσφύγων μετά το ξέσπασμα του πολέμου τον Φεβρουάριο.
Σε δηλώσεις του που δημοσιεύονται στο σημερινό φύλλο της γερμανικής ταμπλόιντ Bild, ο πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι (PiS) επισήμανε πως η Πολωνία προσφέρει περίθαλψη σε τραυματισμένους ουκρανούς στρατιώτες και άνοιξε τις πόρτες της σε 2,5 εκατομμύρια πρόσφυγες.
Η Βαρσοβία χρειάζεται κεφάλαια για να χρηματοδοτηθεί το εγχείρημα αυτό αλλά η ΕΕ μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει «ούτε σεντ» για την φροντίδα των προσφύγων, υποστήριξε.
Η Πολωνία ζητεί δίκαιη μεταχείριση, επιχειρηματολόγησε ο κ. Μοραβιέτσκι. Η Τουρκία υποστηρίχθηκε με δισεκατομμύρια ευρώ όταν είχε εκδηλωθεί η προηγούμενη κρίση των προσφύγων και τώρα η ανατολικοευρωπαϊκή χώρα χρειάζεται και αξίζει την ευρωπαϊκή βοήθεια, επιχειρηματολόγησε.
Στην ίδια συνέντευξη, ο συντηρητικός πολωνός πρωθυπουργός εξέφρασε την οργή του για τον τρόπο που συμπεριφέρεται ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ (SPD). Ο κεντροαριστερός πρώην καγκελάριος έχει μετατραπεί από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία σε στόχο ολοένα εντονότερων επικρίσεων εντός και εκτός της χώρας του επειδή δεν παραιτείται από τις θέσεις του σε ρωσικές κρατικές εταιρείες του τομέα της ενέργειας.
Ερωτηθείς εάν θα του έσφιγγε το χέρι, ο κ. Μοραβιέτσκι απάντησε «όχι, σε καμία περίπτωση». Τόνισε εξάλλου για το θέμα της εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο ότι η Βαρσοβία είχε προειδοποιήσει επανειλημμένα το Βερολίνο εναντίον της κατασκευής αγωγών αλλά συναντούσε ώτα μη ακουόντων. Η πολωνική κυβέρνηση ουδέποτε είχε ψευδαισθήσεις για τις πολιτικές του Κρεμλίνου, υποστήριξε, κάτι που μόλις τώρα συνειδητοποιεί κατ’ αυτόν η γερμανική. Πάντως «κάλλιο αργά παρά ποτέ», πρόσθεσε ο επικεφαλής της πολωνικής κυβέρνησης.
Ο Καναδάς καταδικάζει με ψήφισμά που εγκρίνει ομόφωνα τη «γενοκτονία» των Ουκρανών από τη Ρωσία
Τα μέλη του καναδικού κοινοβουλίου ενέκριναν χθες Τετάρτη ομόφωνα ψήφισμα που καταδικάζει τη «γενοκτονία του ουκρανικού λαού» από τη Ρωσία και αναφέρεται σε «ξεκάθαρες και άφθονες αποδείξεις» ότι διαπράχθηκαν «εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» με «συστηματικό και μαζικό τρόπο» από «τις ένοπλες δυνάμεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας, υπό την καθοδήγηση του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν».
«Η Βουλή των Κοινοτήτων υιοθέτησε ψήφισμα που αφορά πράξεις γενοκτονίας του ουκρανικού λαού», ανέφερε το προεδρείο της καναδικής κάτω Βουλής μέσω Twitter.
Εισηγήτρια ήταν η Χέδερ Μακφέρσον του Νέου Δημοκρατικού Κόμματος (NDP, κεντροαριστερά).
Αναφέρεται σε «εγκλήματα», συμπεριλαμβανομένων βασανιστηρίων, «μαζικών ωμοτήτων σε ουκρανικά εδάφη» και «εξαναγκαστική μεταφορά παιδιών από την Ουκρανία στη ρωσική επικράτεια» ή ακόμη «περιπτώσεις ευρείας κλίμακας σωματικής βίας, ψυχολογικής βίας και βιασμών».
Επικυρώνοντας το ψήφισμα, η Βουλή των Κοινοτήτων «αναγνωρίζει πως η Ρωσική Ομοσπονδία διαπράττει γενοκτονία σε βάρος του ουκρανικού λαού».
Η υιοθέτηση του κειμένου καταγράφηκε περίπου δέκα ημέρες μετά την υιοθέτηση παρόμοιου ψηφίσματος από το ουκρανικό κοινοβούλιο.
Στα μέσα Απριλίου, ο καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό μίλησε για πρώτη φορά περί «γενοκτονίας» στην Ουκρανία, μία ημέρα μετά τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Το Κρεμλίνο απέρριψε κατηγορηματικά ως «απαράδεκτο» τον όρο και τον ισχυρισμό αυτό.
«Βλέπουμε (…) επιθέσεις εναντίον αμάχων, χρήση σεξουαλικής βίας ως πολεμικού όπλου», ενέργειες εντελώς «απαράδεκτες», είχε πει ο επικεφαλής της καναδικής κυβέρνησης.
Νωρίτερα χθες ο κ. Τριντό δήλωσε πως η κυβέρνησή του αναζητεί τρόπους να «τιμωρήσει περαιτέρω», κατάσχοντας τα αγαθά τους, πρόσωπα στα οποία επιβάλλονται κυρώσεις.
Η κυβέρνηση θέλει ο Καναδάς να γίνει η πρώτη χώρα μεταξύ των μελών της G7 που θα ρευστοποιήσει ρωσικούς πόρους για να χρηματοδοτήσει τη βοήθεια στην Ουκρανία.
Η Οτάβα ανακοίνωσε εξάλλου νέες κυρώσεις σε βάρος 203 προσώπων, κατ’ αυτή «συνεργών» στην προσπάθεια προσάρτησης του Ντονμπάς.