«Το συνέδριο είναι ένα μη-γεγονός, το μόνο πρόβλημα που μπορεί να δημιουργηθεί αφορά τον Βορρά». Αυτό έλεγε πριν από μερικές ημέρες ένα στέλεχος του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος που πρόσκειται στον Φρανσουά Ολάντ, με αφορμή το συνέδριο του κόμματος που αρχίζει σήμερα στο Πουατιέ.
Πράγματι, τα περισσότερα στο κόμμα έχουν κριθεί πριν καν ξεκινήσει το συνέδριο, με εξαίρεση έναν πόλεμο διαδοχής ανάμεσα στη Μαρτίν Ομπρί και την πρώην αντιδήμαρχο της Λίλλης Μαρτίν Φιγέλ. Οι σοσιαλιστές μιλούν για «τον πόλεμο των Μαρτίν», έναν πόλεμο ακατανόητο καθώς θέτει σε αντιπαράθεση υποστηρικτές της ίδιας τάσης: από τη μια πλευρά είναι οι φίλοι του Ολάντ και του Βαλς κι από την άλλη οι φίλοι της …Ομπρί.
Στην αρχή της άνοιξης, η δήμαρχος της Λίλλης είχε προκαλέσει σύγχυση με τις προθέσεις της ενόψει του συνεδρίου, με το κατά πόσον δηλαδή θα συντασσόταν με την πλειοψηφία ή θα υποστήριζε την αριστερή τάση. Τον Απρίλιο, ύστερα από πολλούς δισταγμούς, κατέληξε να εκφράσει την υποστήριξή της στον γραμματέα Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς, με αντάλλαγμα κάποιες προσθήκες στη διακήρυξή του και μερικές εγγυήσεις. Μια από τις εγγυήσεις αυτές ήταν ότι δεν θα υπήρχε επίσημος κομματικός υποψήφιος εναντίον της στον Βορρά.
Κατά τα άλλα, το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται σε αυτό το συνέδριο αποτυπώνεται στο εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους του περιοδικού L’Obs: μήπως εν τέλει «το PS είναι δεξιό»; Με άλλα λόγια, υπάρχει τελικά καμιά διαφορά ανάμεσα στην πολιτική της κεντροαριστεράς και στην πολιτική της κεντροδεξιάς; Στο όνομα του «ρεαλισμού», η σοσιαλιστική κυβέρνηση μειώνει τις δημόσιες δαπάνες, παρακολουθεί τους πολίτες της, κάνει πολέμους, πουλάει όπλα, φτάνει ακόμη και να σφίξει το χέρι ηγετών που δεν θα τους χαρακτήριζε κανείς ακριβώς δημοκράτες. Οπότε;
Στα χαρτιά, είναι σαφές ότι Αριστερά και Δεξιά δεν είναι συνώνυμες. Κάθε στρατόπεδο δεν χάνει άλλωστε την ευκαιρία να επιτεθεί στο άλλο, ιδιαίτερα όταν η αντιπαράθεση αφορά κοινωνικά θέματα, όπως ο γάμος των ομοφύλων ή η μεταρρύθμιση των σχολικών προγραμμάτων. Πέρα από τις λέξεις, όμως, τι μένει στην πράξη από τις παλιές αντιθέσεις; Και πότε ξεκίνησε αυτή η «στροφή προς τα δεξιά»; Όταν οι σοσιαλιστές επέλεξαν ως πυξίδα τους τη δημοσιονομική ορθοδοξία; Όταν διακήρυξαν την προτίμησή τους για τις επιχειρήσεις έναντι των εργαζομένων;
Θα ήταν άδικο πάντως να κατηγορηθεί για όλα αυτά ο Ολάντ, επισημαίνει ο Ματιέ Κρουασαντό στον L’Obs. Σε τελευταία ανάλυση, το πρόγραμμα με το οποίο εξελέγη δεν είχε τίποτα το επαναστατικό. Ο Ολάντ δεν υποσχέθηκε στους Γάλλους ότι θα αλλάξει η ζωή τους, όπως είχε κάνει ο Μιτεράν. Τους υποσχέθηκε απλώς ότι θα αλλάξουν – χωρίς να διευκρινίσει ούτε την κατεύθυνση ούτε τον τρόπο…
Πράγματι, οι σοσιαλιστές έχουν πάψει εδώ και καιρό να ονειρεύονται τη Μεγάλη Βραδυά. Κι έχουν καταλάβει ότι ένας έξυπνος συμβιβασμός είναι συχνά καλύτερος από μια ριζοσπαστική διακήρυξη. Όμως η πολιτική είναι μια υπόθεση προσανατολισμού και ισορροπίας. Κι εκεί βρίσκεται το πρόβλημα: αντιμέτωπο με την πραγματικότητα, το PS έδειξε να συμπεραίνει ότι υπάρχει μόνο μία πολιτική. Ο πραγματισμός που η κυβέρνηση έχει αναγάγει σε οδικό χάρτη περιγράφει μια μέθοδο, αλλά όχι ένα πρόγραμμα. Και πολύ λιγότερο μια φιλοδοξία. Γιατί αν η Αριστερά περιοριστεί στη διαχείριση της καθημερινότητας, θα χάσει την ψυχή της και τον λόγο της ύπαρξής της. Κι αν επιπλέον δεν έχει αποτελέσματα, θα χάσει λογικά και τις εκλογές.