Υπάρχει δυνατότητα διερεύνησης καταγγελιών που αφορούν εγκλήματα Ισλαμιστών στη Λιβύη από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, με την προϋπόθεση όμως κάθε κράτος να διώξει πρώτα ποινικά τους υπηκόους του που παρανομούν, δήλωσε η προϊσταμένη εισαγγελέας του δικαστηρίου την Τρίτη.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ζήτησε από το δικαστήριο το 2011 να διερευνήσει εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί από την αρχή της εξέγερσης την ίδια χρονιά που οδήγησε στην πτώση του ηγέτη της χώρας Μοάμμαρ Καντάφι.
Από τότε στη Λιβύη επικρατεί το χάος, με δύο αντιμαχόμενες κυβερνήσεις υποστηριζόμενες από ένοπλες δυνάμεις οι οποίες προσπαθούν να ελέγξουν την πετρελαιοπαραγωγική χώρα και δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για ισλαμιστές μαχητές και δουλέμπορους.
Όπως συμπλήρωσε η εισαγγελέας του Δικαστηρίου, Φατού Μπενσούδα, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ την Τρίτη είχε σημειώσει τις επικλήσεις του 15μελούς σώματος για απόδοση ευθυνών για φερόμενα εγκλήματα ενάντια των αμάχων πληθυσμών από ομάδες οι οποίες ισχυρίζονται πως υπηρετούν το Ισλαμικό Κράτος. «Το γραφείο μου πιστεύει πως η δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στη Λιβύη εκτείνεται εκ πρώτης όψεως σε τέτοιου είδους καταγγελίες για εγκλήματα», είπε η κ. Μπενσούδα, συμπληρώνοντας, «θυμάμαι όμως την στοιχειώδη αρχή πως, στη πρώτη φάση, η κάθε χώρα έχει την κύρια ευθύνη να διερευνήσει και να ασκήσει δίωξη σε υπηκόους της που έχουν προσεταιριστεί (το Ισλαμικό Κράτος) και φέρεται ότι διαπράττουν εγκλήματα».