Στις σκηνές εγκλήματος στις αστυνομικές τηλεοπτικές σειρές (τύπου CSI, κ.α.) και ταινίες, εκτός από τους ντετέκτιβ και τους αστυνομικούς, στο χώρο επιτρέπονται και φωτογράφοι. Αυτό φυσικά γίνεται και στην πραγματικότητα.
Αυτό που καλούνται να κάνουν, είναι να στρέψουν το φακό τους και να αποτυπώσουν με την κάμερά τους, τον χώρο μέσα στον οποίο έχει διαπραχθεί ένα έγκλημα. Αλλά γιατί οι συγκεκριμένοι συνεργάτες της αστυνομίας, καλούνται να αποτυπώσουν μια τέτοια σκηνή; Δεδομένου ότι ο σκοπός τους είναι να καταγράφουν τα αποδεικτικά στοιχεία που θα είναι αποδεκτά στο δικαστήριο, οι συγκεκριμένοι φωτογράφοι δεν τοποθετούνται εκεί τυχαία.
Η φωτογραφία ενός εγκλήματος, στις ΗΠΑ ονομάζεται forensic photography (ιατροδικαστική φωτογραφία), χρονολογείται ήδη από την εποχή εφεύρεσης της φωτογραφικής μηχανής. Οι εγκληματολόγοι σύντομα συνειδητοποίησαν ότι η εν λόγω τεχνολογία θα μπορούσε να «παγώσει» το χρόνο, δημιουργώντας έτσι ένα αδιαμφισβήτητο αρχείο από μια σκηνή εγκλήματος.
Τον 19ο αιώνα, ο Γάλλος φωτογράφος Alphonse Bertillon, ήταν ο πρώτος που προσέγγισε με τη μηχανή του έναν τόπο που είχε διαπραχθεί μια ειδεχθής πράξη, λαμβάνοντας λήψεις από διάφορες αποστάσεις, επίπεδα και γενικά πλάνα.
Σήμερα, η ιατροδικαστική φωτογραφία είναι απαραίτητη για τη διερεύνηση και τη δίωξη του εγκλήματος.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα περισσότερα στοιχεία είναι παροδικά: Τα δακτυλικά αποτυπώματα πρέπει να παρθούν, τα πτώματα πρέπει να μεταφερθούν και να εξεταστούν, και τα σπίτια ή οι επιχειρήσεις πρέπει να επιστρέψουν στην κανονική τους κατάσταση.
Οι φωτογράφοι βοηθούν όχι μόνο στη διατήρηση των «παροδικών» αυτών στοιχείων- όπως ένας λεκές αίματος που σύντομα θα καθαριστεί – αλλά επίσης και στην τοποθέτηση των αντικειμένων σε ένα δωμάτιο και τη σχέση των αποδείξεων με άλλα αντικείμενα. Οι εικόνες αυτές μπορούν να αποδειχθούν ζωτικής σημασίας για τους ερευνητές, ακόμα και για υποθέσεις που έχουν μπει στο αρχείο.