«Ανεπαρκής» κρίνεται η συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τρίτες χώρες όσον αφορά την επιστροφή παράτυπων μεταναστών, σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συμβουλίου (ΕΕΣ) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
«Η συνεργασία της ΕΕ με τρίτες χώρες δεν έχει μέχρι στιγμής αποφέρει τα αναμενόμενα, από την άποψη της διασφάλισης της επιστροφής μεταναστών που βρίσκονται παράνομα στην επικράτεια της ΕΕ», αναφέρει η έκθεση του ΕΕΣ. Παράλληλα επισημαίνεται ότι την περίοδο 2015-2020, η πρόοδος της ΕΕ ως προς τη σύναψη συμφωνιών επανεισδοχής με τρίτες χώρες ήταν περιορισμένη. Επιπλέον, καθώς οι δράσεις της ΕΕ δεν είναι αρκετά εξορθολογισμένες, δεν διασφαλίζεται ότι οι τρίτες χώρες συμμορφώνονται πράγματι με τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την επανεισδοχή.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΕΕΣ, από το 2008, περίπου μισό εκατομμύριο υπήκοοι τρίτων χωρών διατάσσονται κάθε χρόνο να εγκαταλείψουν την ΕΕ, διότι εισήλθαν ή διαμένουν σε αυτήν χωρίς άδεια. Ωστόσο, τελικά λιγότεροι από ένας στους πέντε επιστρέφουν στις εκτός Ευρώπης χώρες τους. Ένας από τους λόγους στους οποίους οφείλονται τα χαμηλά ποσοστά επιστροφής των παράτυπων μεταναστών είναι οι δυσκολίες στη συνεργασία με τις χώρες καταγωγής τους. Ως εκ τούτου, η ΕΕ έχει ήδη συνάψει 18 νομικά δεσμευτικές συμφωνίες επανεισδοχής και έχει αρχίσει επίσημες συζητήσεις με έξι επιπλέον χώρες. Επίσης, πρόσφατα, διαπραγματεύθηκε έξι μη νομικά δεσμευτικές ρυθμίσεις επιστροφής και επανεισδοχής.
«Πρόθεσή μας είναι ο έλεγχος να συμβάλει στη συζήτηση σχετικά με το νέο σύμφωνο της ΕΕ για τη μετανάστευση και το άσυλο, καθώς, με τη σωστή διαχείριση, μια αποτελεσματική πολιτική επανεισδοχής συνιστά ουσιώδες τμήμα μιας ολοκληρωμένης μεταναστευτικής πολιτικής», δήλωσε ο Λέο Μπρινκάτ, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση. «Ωστόσο, το τρέχον σύστημα επιστροφών πάσχει από πολλές αδυναμίες που οδηγούν στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: την ενθάρρυνση και όχι την αποθάρρυνση της παράνομης μετανάστευσης», προσθέτει ο ίδιος.
Εξάλλου, σύμφωνα με το ΕΕΣ, οι διαπραγματεύσεις σχετικά με τις συμφωνίες επανεισδοχής της ΕΕ (ΣΕΕΕ) προσκρούουν σταθερά σε διάφορα προβληματικά ζητήματα, όπως η υποχρεωτική ενσωμάτωση της ρήτρας για τους «υπηκόους τρίτων χωρών», στην οποία συχνά αντιτίθενται οι τρίτες χώρες. Αντιθέτως, οι διαπραγματεύσεις σχετικά με τις μη νομικά δεσμευτικές ρυθμίσεις επανεισδοχής έχουν μεγαλύτερη επιτυχία, κυρίως διότι είναι ευέλικτες και προσαρμόσιμες από άποψη περιεχομένου.
Μία άλλη αδυναμία που τονίζεται στην έκθεση είναι ότι η ΕΕ δεν χρησιμοποιεί πάντοτε «ενιαία γλώσσα» όταν συνομιλεί με τρίτες χώρες, ενώ, για τη διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ζητά τη συστηματική συμμετοχή των βασικών κρατών-μελών. Κατά συνέπεια, ορισμένες τρίτες χώρες δεν διακρίνουν την προστιθέμενη αξία μιας ΣΕΕΕ, έναντι της διμερούς συνεργασίας, ιδίως όταν επωφελούνται από γενναιόδωρες διμερείς συμφωνίες με ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ. Ωστόσο, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κράτη μέλη είχαν αναπτύξει στενά ευθυγραμμισμένες θέσεις, αυτό αποδεικνυόταν επωφελές τόσο για την απεμπλοκή των διαπραγματεύσεων όσο και για την σύναψη ρυθμίσεων επανεισδοχής.