Είκοσι χρόνια μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, που διέπραξαν κυρίως Σαουδάραβες, το υπερσυντηρητικό βασίλειο του Κόλπου προσπαθεί να προβάλει την εικόνα μιας ανοικτής και ανεκτικής χώρας υιοθετώντας μια σειρά οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Οι επιθέσεις, την ευθύνη για τις οποίες ανέλαβε η αλ Κάιντα, κόστισαν τη ζωή σε σχεδόν 3.000 ανθρώπους. Την εποχή εκείνη η Σαουδική Αραβία έπεσε σε δυσμένεια προτού αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τον σύμμαχό της, τις ΗΠΑ.
Η πλούσια χώρα του Κόλπου, η μεγαλύτερη εξαγωγός αργού πετρελαίου στον κόσμο και μακροχρόνια εταίρος των Αμερικανών, αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή στις επιθέσεις, οι 15 από τους 19 δράστες των οποίων ήταν Σαουδάραβες πολίτες.
Όμως μόνο τα τελευταία χρόνια, υπό τη διακυβέρνηση του πρίγκιπα διαδόχου της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ξεκίνησε το βασίλειο μια σειρά μεταρρυθμίσεων προκειμένου να πάψει να εξαρτάται αποκλειστικά από το πετρέλαιο για τα έσοδά του και να διορθώσει την εικόνα μιας χώρας που δέχεται επικρίσεις ότι εξάγει το αυστηρό σουνιτικό δόγμα του ουαχαμπισμού.
Πλέον οι γυναίκες στη Σαουδική Αραβία επιτρέπεται να οδηγούν, άρχισαν να λειτουργούν κινηματογράφοι στη χώρα και πραγματοποιήθηκαν ποπ συναυλίες στις οποίες παρέστησαν άνδρες και γυναίκες.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αποτελούν «μια μακροπρόθεσμη συνέπεια» της 11ης Σεπτεμβρίου, εκτιμά η Γιασμίν Φαρούκ, ερευνήτρια του Carnegie Endowment for International Peace.
Σύμφωνα με τις οικογένειες των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου, απόρρητα έγγραφα ενδέχεται να περιέχουν αποδείξεις ότι η σαουδαραβική κυβέρνηση είχε σχέσεις με τους δράστες των επιθέσεων. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες ότι αυτά τα έγγραφα πρόκειται να αποχαρακτηριστούν.
Χθες, Τετάρτη, η πρεσβεία της Σαουδική Αραβίας στην Ουάσινγκτον χαιρέτισε την απόφαση του Μπάιντεν «επαναλαμβάνοντας τη μακροχρόνια στήριξη του Ριάντ στον πλήρη αποχαρακτηρισμό» όλων των εγγράφων, «με την ελπίδα να σταματήσουν για πάντα όλες οι αβάσιμες κατηγορίες εναντίον του βασιλείου».
«Απουσία διαλόγου»
Σύμφωνα με τη Φαρούκ, ο κόσμος πλέον έχει να κάνει με «μια νέα Σαουδική Αραβία». Με την άνοδο στην εξουσία του πρίγκιπα διαδόχου έγιναν αλλαγές στη χώρα που μέχρι πρότινος φάνταζαν αδύνατες.
Η κυβέρνηση περιόρισε τις εξουσίες της αστυνομίας ηθών, η οποία έδιωχνε τους πελάτες από τα εμπορικά κέντρα την ώρα της προσευχής ή εμπόδιζε άτομα διαφορετικού φύλου να βρίσκονται στο ίδιο σημείο ταυτόχρονα.
Καταστήματα και εστιατόρια μπορούν πλέον να λειτουργούν ακόμη και στη διάρκεια των πέντε καθημερινών προσευχών, ενώ μέχρι πρότινος αναγκάζονταν να διακόψουν τη λειτουργία τους.
Η Σαουδική Αραβία, όπου βρίσκονται οι ιερότεροι τόποι του ισλάμ, έχει προσελκύσει και τουρίστες χάρη στα γραφικά της τοπία.
Το βασίλειο είναι πλέον «ένα πολύ διαφορετικό και καλύτερο μέρος», εκτιμά ο Άλι Σιχάμπι σύμβουλος της σαουδαραβικής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές επέφεραν πλήγμα «στις δομές και τα δίκτυα του ακραίου ισλάμ στη χώρα. Ο αριθμός των νέων Σαουδαράβων που έλκονται από το ακραίο ισλάμ μειώνεται γρήγορα».
Όμως η Φαρούκ σημειώνει ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές «δεν αρκούν» για να εξαλείψουν τον εξτρεμισμό, καθώς δεν υπάρχει «διάλογος με την κοινωνία ο οποίος θα μπορούσε να αντικρούσει τα επιχειρήματα των εξτρεμιστών».
«Ο διάλογος είναι πολύ σημαντικός για να επιτευχθούν οι στόχοι, αντί απλώς να επιβάλλονται αλλαγές στους ανθρώπους», υπογραμμίζει.
«Κολοσσιαίο έργο»
Ωστόσο η υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων δεν σταμάτησε την καταστολή κάθε αντιπολίτευσης στη Σαουδική Αραβία ή του ακτιβισμού, καθώς η χώρα παραμένει ιδιαίτερα εχθρική στον δημόσιο διάλογο.
Οι διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις χαιρέτισαν τις μεταρρυθμίσεις του Ριάντ, παράλληλα όμως εξακολουθούν να καταγγέλλουν τη βίαιη καταστολή των αντιφρονούντων, όπως τη φυλάκιση των ακτιβιστριών υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών ή τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη.
Εξάλλου παρά το γεγονός ότι το Ριάντ έχει λάβει μέτρα κατά των ακραίων ισλαμιστών ιεροκηρύκων, δεν έχει καταφέρει να εξαλείψει τον εξτρεμισμό στην κοινωνία.
Σύμφωνα με την Κρίστιν Ντιγουάν, ερευνήτρια του Arab Gulf States Institute στην Ουάσινγκτον, οι μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε πάνω απ’ όλα να αφορούν το εκπαιδευτικό σύστημα της Σαουδικής Αραβίας, το οποίο συνδέεται άμεσα με τον ουαχαμπισμό.
«Η μεταρρύθμιση όλου του εκπαιδευτικού συστήματος – των προγραμμάτων, των εκπαιδευτικών, των θεσμών—είναι ένα κολοσσιαίο έργο, το οποίο θα αναδιαμορφώσει την ίδια την κοινωνία», παρατηρεί.
Οι σαουδαραβικές αρχές αναθεωρούν αυτή την περίοδο τα σχολικά εγχειρίδια, τα οποία παρουσιάζουν με υποτιμητικό τρόπο τους μη μουσουλμάνους, ενώ το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι εργάζεται πάνω σε ένα νέο πρόγραμμα το οποίο θα προωθεί «τις αξίες της ελευθερίας της έκφρασης και ανεκτικότητας».
Το 2018 ο πρίγκιπας διάδοχος δήλωσε ότι επιθυμεί να εξαλείψει όλα τα «ακραία» στοιχεία στο εκπαιδευτικό σύστημα.
«Δεν άφησε αμφιβολίες για τις προθέσεις του, όμως η υλοποίηση του σχεδίου αυτού θα χρειαστεί χρόνο», τονίζει η Ντιγουάν.