Τουλάχιστον 35 άνθρωποι σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις που ξέσπασαν χθες Τρίτη και συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας ανάμεσα στις δυνάμεις ασφαλείας του Μπουρούντι και μέλη μιας πολυάριθμης ομάδας ανταρτών, που όμως δεν είναι γνωστό σε ποια οργάνωση ανήκουν, σύμφωνα με μια πηγή προσκείμενη στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας.
«Οι δυνάμεις επιβολής της τάξης σαρώνουν την περιοχή όπου έγιναν οι μάχες και όπου κρύβονται τα μέλη της ένοπλης ομάδας», ανέφερε ένας στρατηγός των ενόπλων δυνάμεων του Μπουρούντι μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο υπό τον όρο να μην κατονομαστεί.
Σήμερα «το μεσημέρι, είχαμε πλέον ανασύρει 34 σορούς επιτιθέμενων», συνέχισε ο ίδιος. «Στη δική μας πλευρά, θρηνούμε τον θάνατο ενός στρατιώτη», πρόσθεσε και διευκρίνισε πως ένας ακόμη στρατιώτης και ένας αστυνομικός τραυματίσθηκαν.
Κάτοικοι της περιοχής κι ένας τοπικός αξιωματούχος ωστόσο έκαναν λόγο περί βαρύτερου απολογισμού στις τάξεις των δυνάμεων ασφαλείας, δηλαδή για τουλάχιστον πέντε νεκρούς στρατιώτες.
Ο εκπρόσωπος των ενόπλων δυνάμεων του Μπουρούντι, ο συνταγματάρχης Γκασπάρ Μπαρατούζα, δεν έκανε κανένα σχόλιο για τους αριθμούς αυτούς. Όμως δύο άλλες πηγές οι οποίες πρόσκεινται στις ένοπλες δυνάμεις επιβεβαίωσαν, και αυτές υπό τον όρο να μην κατονομασθούν, τον θάνατο περίπου 30 εκ των ενόπλων. Ένας προηγούμενος απολογισμός, που είχε δημοσιοποιηθεί αργά χθες βράδυ, έκανε λόγο για 14 νεκρούς.
Οι δυνάμεις επιβολής της τάξης στο Μπουρούντι—ο στρατός και η αστυνομία, καθώς και ένοπλοι πολίτες—αναχαίτισαν και ενεπλάκησαν σε σύγκρουση χθες, περίπου 50 χλμ. βόρεια από την πρωτεύουσα Μπουζουμπούρα, με μια μεγάλη ομάδα ανταρτών, η οποία αποτελείτο από 200 άνδρες σύμφωνα με κατοίκους. Η ομάδα αυτή προερχόταν από τη γειτονική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Οι μάχες που ξέσπασαν διήρκεσαν σχεδόν όλη την ημέρα.
Σύμφωνα με τον στρατό οι αντάρτες επιδίωκαν να φθάσουν στο δάσος Κιμπίρα, βαθύτερα στο κεντρικό-βόρειο τμήμα της χώρας. Το δάσος Κιμπίρα βρίσκεται στις κορυφές της οροσειράς που αποτελεί φυσικό σύνορο ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο Μπουρούντι κι αποτελούσε καταφύγιο ένοπλων ομάδων κατά τη διάρκεια της εμφύλιας σύρραξης στη χώρα αυτή (1993-2006), ιδίως των ανταρτών Χούτου που πολεμούσαν εναντίον του στρατού, στις τάξεις του οποίου κυριαρχούν οι μειονοτικοί Τούτσι.
Ο στρατηγός των ενόπλων δυνάμεων είπε ότι «δεν έχει υπάρξει καμιά επαφή (σ.σ. ανταλλαγή πυρών) από την έναρξη της έρευνας το πρωί (σήμερα) διότι τα μέλη της ένοπλης ομάδας που επιτέθηκε προερχόμενη από τη ΛΔ Κονγκό έχουν τραπεί σε άτακτη φυγή».
Σύμφωνα με τον ίδιο ο στρατός στην έρευνά του βρήκε «στολές, σάκους με εφόδια, μπότες και πολλά όπλα».
Δεν υπάρχει πάντως καμιά διαθέσιμη πληροφορία για την ταυτότητα των ενόπλων.
Στην περιοχή των συνόρων σημειώνονται συγκρούσεις και επιθέσεις ανταρτών από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό από τις αρχές του 2014.
Την ευθύνη για τις προηγούμενες επιθέσεις αναλάμβανε συστηματικά μια οργάνωση που έχει αποσκιρτήσει από τις Εθνικές Δυνάμεις Απελευθέρωσης (FNL, πρώην εξεγερμένοι Χούτου που μετατράπηκαν σε αντιπολιτευόμενο κόμμα), που όμως σε αυτή την περίπτωση διέψευσε κάθε εμπλοκή της.
Η αναζωπύρωση των βίαιων επεισοδίων ενώ πλησιάζουν οι κρίσιμες εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν στα τέλη του Ιουνίου προκαλούν ανησυχία στο Μπουρούντι.
Ήδη πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, η ιστορία της μικρής χώρας της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών στην Αφρική είχε σημαδευτεί από σφαγές με εθνοτικά κίνητρα ανάμεσα στις φυλές των Χούτου, που αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων, και των μειονοτικών Τούτσι. Οι προηγούμενες εκλογές του 2010, από τις οποίες η αντιπολίτευση απείχε, είχαν οδηγήσει στο ξέσπασμα βίαιων επεισοδίων.