Δύο επιβλητικές κατασκευές, που ενισχύουν τις εκτιμήσεις για την έντονη εμπορική δραστηριότητα που διατηρούσε η Αμαθούντα (πολύ κοντά στην σημερινή Λεμεσό) κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Με υπολογιζόμενο πλάτος 1,80 μ., οι κατασκευές είναι παράλληλες μεταξύ τους με άξονα ανατολή-δύση. Το δυτικό τους όριο ακόμη δεν έχει εντοπιστεί. Οι έρευνες της Γαλλικής Σχολής Αθηνών στο αρχαίο λιμάνι της Αμαθούντας πραγματοποιήθηκαν υπό τη διεύθυνση του δρος Λουντοβίκ Τελί.
Η λήξη της ανασκαφικής περιόδου για το 2014 φέρνει την έρευνα, σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, κοντά στην οριστική εκτίμηση ότι ο συγκεκριμένος χώρος χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εκφόρτωσης και αποθήκευσης προϊόντων που κατέφθαναν μέσω της θαλάσσιας οδού. Στο πλαίσιο αυτό, οι ερευνητές αναμένουν τη συνέχιση των ανασκαφικών ερευνών το 2015.
Από το 1975, έτος κατά το οποίο η Γαλλική Σχολή Αθηνών ξεκίνησε την αρχαιολογική διερεύνηση της πόλης Αμαθούντα, οι αρχαιολόγοι ερμηνεύουν τη χαμηλής στάθμης παράκτια ζώνη στα νότια της κάτω πόλης σαν τη θέση, όπου διαμορφώθηκε στις αρχές της Ελληνιστικής περιόδου μία εσωτερική λεκάνη, που ίσως στην αρχαιότητα συνδεόταν με τον εξωτερικό λιμένα.
Στη ζώνη αυτή διενεργήθηκε το 2014 γεωμορφολογική έρευνα και ανοίχθηκαν ανασκαφικές τομές στα νοτιο-δυτικά της Αγοράς και σε απόσταση 80 μ. Είναι πλέον βέβαιο, με βάση τις έρευνες, ότι η φυσική αυτή λεκάνη συνδεόταν αρχικά με τη θάλασσα, πριν αποκοπεί από το φυσικό της περιβάλλον, με τον σχηματισμό ενός παράκτιου φράγματος που είχε σαν συνέπεια τη δημιουργία λιμνοθάλασσας.
Η σταδιακή εναπόθεση προσχώσεων προκάλεσε, σε μία τρίτη φάση, τον σχηματισμό ενός κλειστού περιβάλλοντος, αποτελούμενου από αργιλλώδη γη, που υπήρξε κατάλληλη κατά τη Ρωμαϊκή εποχή για την κατασκευή άλλων κτιρίων.
Σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, κατά το 2014 διανοίχθηκαν δύο ανασκαφικές τομές: η πρώτη, η νοτιότερη, φαίνεται να επιβεβαιώνει το όριο μεταξύ των κτισμάτων της Αγοράς και της φυσικής επίχωσης της εσωτερικής λεκάνης. Δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε κατασκευή σε αυτή τη θέση και η πολύ ομοιογενής στρωματογραφία παραπέμπει σε ομοιόμορφη επίχωση.
Η δεύτερη τομή αποκάλυψε τις δύο επιβλητικές κατασκευές. Προς το παρόν διακρίνονται δύο ή τρεις ξεχωριστές φάσεις μεταξύ των οποίων και ένα επίπεδο κυκλοφορίας στη θέση του, πολύ ευδιάκριτο, στο οποίο εδράζονταν 15 περίπου σχεδόν ακέραιοι αμφορείς που μαρτυρούν μία εγκατάσταση στον χώρο κατά την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο (3ος – 4ος αι. μ.Χ).
Η Αμαθούς, παρά την εγκατάλειψη του μεγάλου στρατιωτικού της λιμένα στα μέσα της Ελληνιστικής περιόδου, φαίνεται ότι διατηρούσε έντονη εμπορική δραστηριότητα, γεγονός που την καθιστά ισάξια των μεγάλων εμπορικών πόλεων της Κύπρου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.