«Όταν επέστρεψα συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, θα μου ήταν να εκφράσω τη θλίψη μου. Θα περνούσαν εβδομάδες χωρίς να μπορώ να αγγίξω ή να αγκαλιάσω κάποιον. Κι αυτό λόγω των αυστηρών κανόνων υγιεινής. Η απομόνωση ήταν μια απίστευτα δύσκολη διαδικασία. Τώρα που τελείωσε δε μπορώ να σταματήσω να αγκαλιάζω τους πάντες».
Έχει περάσει κάτι παραπάνω από ένας μήνας από τότε που η Mary Houldsworth από το βόρειο Ντέβον της Μ. Βρετανίας επέστρεψε από τη χτυπημένη βαριά από την επιδημία του ιού Έμπολα Λιβερία, όπου είχε πάει για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα, στην πρωτεύουσα της χώρας, Μονρόβια.
Οι συνθήκες σκληρές. Η ίδια περιγράφει την κατάσταση ως μια «τραγωδία» τονίζοντας τη συνεχή πάλη που ένιωθε για να καταστέλλει τα συναισθήματά της από αυτά που έβλεπε και ζούσε.
«Πρέπει να καταφέρεις τον εαυτό σου να μην κλαίει, γιατί αν το κάνεις, αν λυγίσεις, τότε όλοι θα αρχίσουν να κλαίνε και δε θα σταματήσεις ποτέ. Πρέπει να παραμείνεις δυνατός για το προσωπικό της περιοχής, επειδή αυτοί είναι που θα μείνουν εκεί αφού φύγεις εσύ. Τα μέλη των Γιατρών Χωρίς Σύνορα μένουν στο μεγαλύτερο κέντρο κατά του ιού Έμπολα, που έχει στηθεί στην πρωτεύουσα της Λιβερίας, για μερικές μόνο εβδομάδες, επειδή το συναισθηματικό φορτίο είναι πολύ δύσκολο για να το αντέξει κανείς» είπε η ίδια μιλώντας στο βρετανικό Guardian.
Η επιστροφή της στην πατρίδα φάνταζε ως λύτρωση.
Μετά από τρεις εβδομάδες σε αυτοεπιβληθείσα απομόνωση, η Mary βίωσε κάτι που δεν το περίμενε.
Η τελευταία ημέρα της καραντίνας της συνέπιπτε με μια εορταστική εκδήλωση στην οποία είχε προσκληθεί και περίμενε πώς και πώς να έρθει εκείνη η στιγμή, για να μπορέσει και πάλι να δει και να έρθει σε επαφή με κόσμο.
Λίγο ώρα πριν αρχίσει να ετοιμάζεται, όμως, έλαβε ένα email στο οποίο την προειδοποιούσαν ότι αν τολμούσε να εμφανιστεί, θα έφευγαν όλοι. «Αν έρθεις στο πάρτι απόψε θα φύγουμε. Δεν αποδέχονται όλοι ότι δεν συνιστάς απειλή και κίνδυνο και πιστεύουμε ότι είναι καλύτερο να μην επιστρέψεις στην ομάδα μας για τους επόμενους δύο μήνες».
«Σοκαρίστηκα. Ήμουν μέλος αυτής της ομάδας εδώ και οκτώ χρόνια και ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που θα τους έβλεπα και πάλι. Πληγώθηκα πολύ από τον τρόπο που με αντιμετώπισαν» ανέφερε η ίδια.
Η Mary εξακολουθεί να προσπαθεί να ξεπεράσει το τραύμα από όσα φριχτά έζησε στη Λιβερία και την απόρριψη από τους φίλους τους με την επιστροφή της.
Η Mary είναι εκπαιδευμένη νοσοκόμα και μαία και συμμετέχει σε ανθρωπιστικές αποστολές από το 1998. Ήθελε, όπως είπε χαρακτηριστικά, να προσφέρει κάτι στον κόσμο που υποφέρει. Έχει προσφέρει τις υπηρεσίες της στο Αφγανιστάν, την Αιθιοπία, το Νότιο Σουδάν, την Καλκούτα και πιο πρόσφατα στη Λιβερία. Επέζησε σε ζώνες συγκρούσεων, την έχουν απειλήσει με όπλο, κόντεψε να πεθάνει από τυφοειδή πυρετό, κόλλησε ελονοσία και έχει ζήσει από κοντά ανείπωτα δεινά.
Μία από τις χειρότερες εμπειρίες που έχει περάσει, είπε, ήταν όταν έπρεπε να αφήσει μια γυναίκα που έπασχε από τον ιό Έμπολα να πεθάνει στη μέση του τοκετού. Για λόγους ασφαλείας, το προσωπικό των Γιατρών Χωρίς Σύνορα δεν επιτρέπεται να περάσουν πάνω από μία ώρα μέσα στις ειδικές, κίτρινες στολές τους, λόγω του αυξημένου κινδύνου κατάρρευσης και αφυδάτωσης από τις υψηλές θερμοκρασίες, σημειώνει το δημοσίευμα.
Είναι κάτι που τη «στοιχειώνει»: «Το να αφήνω τους ασθενείς να πεθαίνουν μόνοι τους για λόγους προσωπικής ασφάλειας εξακολουθεί να με ακολουθεί. Έρχεται σε αντίθεση με όλα τα ένστικτα μιας νοσοκόμας, όμως θα αποτελούσα κίνδυνο αν έμενα πάνω από τον προκαθορισμένο χρόνο».
Η ίδια δε σκοπεύει να περάσει τα Χριστούγεννα στην πατρίδα της. Θα επιστρέψει στη Λιβερία, «πιο σοφή, γιατί έζησα κι εγώ το στίγμα, που αντιμετωπίζουν και οι ασθενείς που καταφέρνουν να επιβιώσουν».
«Μπορώ να καταλάβω, σε μικρό βαθμό, την απόρριψη που νιώθουν κι ελπίζω ότι τα επιστημονικά δεδομένα θα καταφέρουν να υπερνικήσουν την άγνοια και το φόβο, τόσο εδώ στην πατρίδα μου, όσο και στο εξωτερικό».