Το Παρίσι θα καταβάλει 60 εκατομμύρια δολάρια στους Αμερικανούς που μεταφέρθηκαν με τα τραίνα της εταιρείας γαλλικών σιδηροδρόμων (SNCF) προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, βάσει μιας συμφωνίας που σύναψε με την Ουάσινγκτον, όπως ανακοίνωσαν σήμερα οι διαπραγματευτές.
Η συμφωνία αυτή, που θα υπογραφεί τη Δευτέρα, αφορά τη δημιουργία ενός ταμείου αποζημιώσεων στο οποίο η Γαλλία θα προσφέρει 60 εκατομμύρια δολάρια υπέρ των «μερικών χιλιάδων» μη Γάλλων που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή των οικογενειών τους, διευκρίνισε η Γαλλίδα πρέσβειρα για τα ανθρώπινα δικαιώματα Πατριατσιανά Σπαρασινό-Τιελέ.
Κάθε επιζών, που πλέον έχει την αμερικανική υπηκοότητα, θα λάβει περίπου 100.000 δολάρια, σύμφωνα με τη διπλωμάτη.
Σε αντάλλαγμα οι ΗΠΑ δεσμεύθηκαν να υπερασπιστούν την ασυλία των ξένων επιχειρήσεων στο έδαφός τους, γεγονός που τις προστατεύει από οποιαδήποτε δικαστική προσφυγή. Ένας Αμερικανός γερουσιαστής είχε ζητήσει το 2013 από το Κογκρέσο να τροποποιήσει τον νόμο αυτό, ώστε να προσαχθεί σε αμερικανικό δικαστήριο η SNCF.
Η γαλλική εταιρεία σιδηροδρόμων, την οποία είχε επιτάξει το καθεστώς του Βισί, οδήγησε 76.000 Εβραίους σε βαγόνια εμπορικών αμαξοστοιχιών προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης από το 1942 ως το 1944. Περίπου 3.000 εξ αυτών επέζησαν.
Το μέτρο αφορά όλους τους μη Γάλλους, μεταξύ αυτών πολλοί Αμερικανοί και κάποιοι Ισραηλινοί, που βρίσκονταν στη Γαλλία από το 1942 ως το 1944 και μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με λεωφορεία ή τραίνα και οι οποίοι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που είχε θέσει το γαλλικό κράτος για να λάβουν αποζημιώσεις. Δηλαδή όσοι είχαν μεταναστεύσει έκτοτε ή όσοι είχαν φτάσει στη Γαλλία μετά την 1η Σεπτεμβρίου 1939.
Η ευαίσθητη αυτή υπόθεση έχει εμποδίσει τη γαλλική εταιρεία να κερδίσει συμβόλαια στις ΗΠΑ. Η πολιτεία του Μέριλαντ είχε εκφράσει την επιθυμία να ζητήσει από τη SNCF να αποζημιώσει τα θύματα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου προτού της αναθέσει ένα συμβόλαιο.
Όμως «η SNCF δεν θεωρήθηκε ποτέ υπεύθυνη για τους εκτοπισμούς. Ήταν απλώς ένα όργανο (…) εναπόκειται στις γαλλικές αρχές» να αναλάβουν την ευθύνη, υπενθύμισε η Σπαρασινό-Τιελέ. Γι’ αυτό και η εταιρεία «δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις», πρόσθεσε.