Περίπου 600.000 άνθρωποι στην Ευρώπη είναι απάτριδες και οι ευρωπαϊκές χώρες οφείλουν να δώσουν τέλος στα δεινά που υφίστανται παρέχοντάς τους ανάλογη προστασία με εκείνη των προσφύγων, ανακοίνωσαν σήμερα ακτιβιστές εγκαινιάζοντας μία ημέρα δράσης με στόχο την ενημέρωση για την τύχη αυτών των ανθρώπων, που αποκαλούνται «νομικά φαντάσματα» της Ευρώπης.
Οι απάτριδες, δηλαδή οι άνθρωποι οι οποίοι δεν φέρουν την εθνικότητα καμίας χώρας, δεν απολαμβάνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα προνόμια τα οποία οι περισσότεροι θεωρούν δεδομένα. Δεν μπορούν να εργαστούν, να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, να παντρευτούν. Συχνά καταλήγουν απόκληροι, συλλαμβάνονται ή είναι εξαιρετικά ευάλωτοι στην εκμετάλλευση, υπογράμμισε σήμερα το Ίδρυμα Τόμσον Ρόιτερς.
«Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Ευρώπη έχει επιτρέψει σε ανθρώπους να υφίστανται ως ‘νομικά φαντάσματα’, εκτεθειμένοι σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και χωρίς δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Είναι πλέον καιρός να λυθεί αυτό το ζήτημα δια παντός», δήλωσε ο Κρις Νας, ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Δικτύου για την Ανιθαγένεια (European Network on Statelessness).
Το ENS, το οποίο απαρτίζεται από φιλανθρωπικές οργανώσεις, δικηγόρους και ακαδημαϊκούς, θα καταθέσει σήμερα αίτημα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το οποίο θα καλεί τις χώρες μέλη να υιοθετήσουν διαδικασίες που θα επιτρέπουν στους απάτριδες να νομιμοποιούν την ύπαρξή τους.
«Το να μην έχει κάποιος έγγραφα και εθνικότητα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ σε αυτό τον κόσμο», λέει ο Ίσα, ένας άπατρις ο οποίος γεννήθηκε στο Κόσοβο και διέφυγε στο Βελιγράδι στη διάρκεια του πολέμου εκεί, το 1999.
Την υπόθεσή του υπογραμμίζει σε έκθεσή του που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα το ENS, το οποίο περιγράφει τις περιπτώσεις 20 απάτριδων που ζουν σε χώρες, περιλαμβανομένων της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Σλοβακίας. Πολλοί από αυτούς έχουν βιώσει τις συλλήψεις, την απόλυτη φτώχεια και την απομάκρυνση από τις οικογένειές τους.
Πολλοί απάτριδες στην Ευρώπη έμειναν μετέωροι ύστερα από τον διαμελισμό της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας, ενώ άλλοι κατέληξαν χωρίς πατρίδα όταν εκτοπίστηκαν στη διάρκεια του πολέμου.
Από περυσινά στοιχεία Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ, προκύπτει ότι στα κράτη που προέκυψαν από τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας υπάρχουν 22.000 άνθρωποι που δεν έχουν ιθαγένεια, οι περισσότεροι των οποίων είναι Ρομά, Ασκάλι και Αιγύπτιοι.
Σημαντικός είναι και ο αριθμός των παιδιών χωρίς ιθαγένεια που ζουν στη Λετονία, όπου με βάση περυσινά στοιχεία 304.000 άνθρωποι τελούν σε απροσδιόριστο καθεστώς «μη πολιτών» και στην Εσθονία, όπου πάνω από 92.000 άτομα χαρακτηρίζονται «πρόσωπα απροσδιόριστης ιθαγένειας».
Στη Ρωσία, τον περασμένο χρόνο καταγράφηκαν 178.000 πρόσωπα που αυτοπροσδιορίζονται ως απάτριδες και στην Ουκρανία, ο αντίστοιχος αριθμός των απάτριδων υπερέβαινε την ίδια χρονιά τις 40.000.
Η Λέιλα, για παράδειγμα, γεννήθηκε στη σημερινή Κροατία από γονείς Κοσοβάρους. Μετανάστευσε στο Κόσοβο όπου παρέμεινε μέχρι τη σύγκρουση του 1999 όταν αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στη Σερβία.
Η ίδια λέει ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει τη σερβική ιθαγένεια γιατί τα απαιτούμενα αποδεικτικά αρχεία καταστράφηκαν στη διάρκεια του πολέμου στο Κόσοβο.
Ένας αρκετά μικρότερος αριθμός απάτριδων είναι μετανάστες εκτός Ευρώπης που δεν αναγνωρίζονται ως πολίτες των χωρών όπου γεννήθηκαν.
«Δεν μπορώ να πάω πουθενά», λέει ο Ρασίντ, ένας Ροχίνγκια από την Μιανμάρ (πρώην Βιρμανία) ο οποίος διαμένει στην Ολλανδία. «Δεν μπορώ να επιστρέψω στη Μιανμάρ γιατί μου έχει αφαιρεθεί η ιθαγένεια», εξηγεί ο ίδιος.
Μόνο οκτώ ευρωπαϊκές χώρες έχουν ψηφίσει διατάξεις που αφορούν την ιθαγένεια των απάτριδων: οι Βρετανία, Ουγγαρία, Ισπανία, Γεωργία, Μολδαβία, Λετονία, Γαλλία και Ιταλία. Οι περισσότερες χώρες έχουν επικυρώσει τη σχετική με το καθεστώς των απάτριδων σύμβαση του ΟΗΕ του 1954. Ωστόσο, η Εσθονία, η Κύπρος, η Μάλτα και η Πολωνία δεν το έχουν πράξει.
Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχουν περίπου 10 εκατομμύρια απάτριδων. Η ευρωπαϊκή αυτή πρωτοβουλία ελήφθη ενόψει μίας μεγάλης σημαντικής εκστρατείας του ΟΗΕ για την εξάλειψη του φαινομένου αυτού εντός μίας δεκαετίας.