Ο Ινδός Κάιλας Σατιάρτι, ο οποίος τιμήθηκε με το φετινό Νόμπελ Ειρήνης, καλεί την Πακιστανή Μαλάλα Γιουσαφζάι, που κέρδισε επίσης το φετινό βραβείο, να εργασθεί μαζί του για την ειρήνη ανάμεσα στις χώρες τους, οι οποίες έχουν αντιπαρατεθεί μεταξύ τους σε τρεις πολέμους.
«Την προσκαλώ να ενώσουμε τα χέρια στο νέο αγώνα για την ειρήνη στην υποήπειρό μας», δήλωσε προς το τηλεοπτικό δίκτυο NDTV αυτός ο υποστηρικτής των δικαιωμάτων των παιδιών.
Ο Σατιάρτι επαίνεσε την επιλογή της νορβηγικής Επιτροπής του Νόμπελ να βραβεύσει έναν ινδουιστή και μια μουσουλμάνα, έναν Ινδό και μια Πακιστανή οι οποίοι συμμετέχουν σ’ έναν κοινό αγώνα για την εκπαίδευση και εναντίον του εξτρεμισμού.
«Οι δυο μας πρέπει να δουλέψουμε μαζί, χέρι με χέρι», σημειώνει. «Θα την προσκαλέσω οπωσδήποτε. Την γνωρίζω προσωπικά, έτσι θα της τηλεφωνήσω και θα της πω, “Έλα, ας ενώσουμε τα χέρια”».
Η Γιουσαφζάι, 17 χρόνων, είναι μακράν το νεαρότερο πρόσωπο που έχει τιμηθεί ποτέ με βραβείο Νόμπελ και ο 60χρονος Σατιάρτι ο πρώτος γεννημένος στην Ινδία που κερδίζει το βραβείο. Ο προηγούμενος νεώτερος νικητής των βραβείων Νόμπελ ήταν ο γεννημένος στην Αυστραλία βρετανός επιστήμονας Λόρενς Μπραγκ, ο οποίος ήταν 25 ετών όταν μοιράσθηκε το Νόμπελ Φυσικής με τον πατέρα του, το 1915.
Η Γιουσαφζάι και ο Σατιάρτι επελέγησαν για τον αγώνα τους εναντίον της καταπίεσης των παιδιών και των νέων ανθρώπων και υπέρ του δικαιώματος όλων των παιδιών στην εκπαίδευση, ανακοίνωσε η νορβηγική Επιτροπή του Νόμπελ.
Το νορβηγικό τηλεοπτικό δίκτυο NRK TV μετέδωσε πως η Γιουσαφζάι ενημερώθηκε ότι κέρδισε το βραβείο, αλλά αποφάσισε να μην κάνει άμεσα κάποιο σχόλιο γιατί βρισκόταν στο σχολείο της.
«Καμάρι του έθνους», «παράδειγμα για τη νεολαία», «απόδειξη ότι το Πακιστάν δεν είναι τρομοκρατικό», είναι μερικά από τα σχόλια που έγιναν στο Πακιστάν όταν ανακοινώθηκε η βράβευση της Μαλάλα Γιουσαφζάι, γύρω από την οποία ωστόσο δεν επικρατεί ομοφωνία στη χώρα της.
Η βράβευσή της δεν έγινε δεκτή με πανηγυρισμούς στους δρόμους, αλλά με μια σειρά δηλώσεων, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν εγκωμιαστικές.
Μόλις ανακοινώθηκε το βραβείο, ο πακιστανός πρωθυπουργός Ναουάζ Σαρίφ έστειλε ένα sms στην Μαλάλα, η οποία ζει στη Βρετανία, για να την «συγχαρεί».
«Γεμίζει υπερηφάνεια το Πακιστάν και τους Πακιστανούς» με την «πρωτοφανή και ασύγκριτη επιτυχία της», υπογραμμίζει σε ανακοίνωση που δόθηκε στη δημοσιότητα από τις υπηρεσίες του. Σύμφωνα με τον ίδιο, «τα αγόρια και τα κορίτσια ολόκληρου του κόσμου θα πρέπει να παραδειγματισθούν από τη μάχη της και τη στράτευσή της».
Το ίδιο συναίσθημα υπερηφάνειας εκφράσθηκε από οικείους της Μαλάλα στο Σουάτ, την κοιλάδα όπου κατοικούσε το κορίτσι μέχρι που οι Ταλιμπάν επιχείρησαν να το σκοτώσουν πριν από σχεδόν ακριβώς δύο χρόνια, στις 9 Οκτωβρίου 2012, με αποτέλεσμα να αυτοεξορισθεί στη Βρετανία.
«Η Μαλάλα είναι το καμάρι της επαρχίας Χάιμπερ Παχτούνχβα και του Πακιστάν», δήλωσε ο Άχμεντ Σαχ, που υπήρξε δάσκαλός της. «Ύψωσε τη φωνή εναντίον της αδικίας σε μια κοινωνία όπου οι γυναίκες δεν μπορούν να εκφρασθούν» και το βραβείο της «είναι ένα θετικό μήνυμα για τις γυναίκες παστούν», εκείνες δηλαδή που ανήκουν στην εθνότητα που πλειοψηφεί στην περιοχή αυτή. «Το αξίζει, θα έπρεπε μάλιστα να της το είχαν δώσει νωρίτερα», κατέληξε.
«Η Μαλάλα είναι το φως των ματιών μας και η φωνή της καρδιάς μας. Δεν κέρδισε μόνον αυτή, αλλά όλα τα κορίτσια του Πακιστάν. Απέδειξε πως ουδείς μπορεί να σταματήσει την εκπαίδευση επιτιθέμενος στα σχολεία», λέει η Αγιέσα Χαλίντ, 19 ετών, η οποία πήγαινε μαζί της σχολείο στο Σουάτ.
Στην πρωτεύουσα Ισλαμαμπάντ, μπροστά στα ράφια του βιβλιοπωλείου Σαΐντ Μπουκ Μπανκ, ένα καταφύγιο των διανοουμένων, μια νεαρή γυναίκα με λεπτά χαρακτηριστικά, κίτρινο σάλι και γυαλιά ηλίου στα μαλλιά, δεν κρύβει τη χαρά της.
«Είναι κάτι καλό για το Πακιστάν και για τα κορίτσια, διότι η Μαλάλα μάχεται για τα δικαιώματα των γυναικών και την εκπαίδευση», λέει εκφράζοντας την ελπίδα ότι η κυβέρνηση θα περιλάβει τώρα την εκπαίδευση στις προτεραιότητές της.
Μολονότι η εικόνα της Μαλάλα παραμένει «πολύ αμφιλεγόμενη» στο πολύ συντηρητικό βορειοδυτικό Πακιστάν, είναι πολύ πιο αποδεκτή στις μεγάλες πόλεις, όπου ο πληθυσμός την υποστηρίζει πολύ, επισημαίνει η Χούντα, η οποία πιστεύει πως με αυτό το Νόμπελ «η αμφισβήτηση δεν θα σταματήσει, αλλά θα μειωθεί».
Ωστόσο δεν χρειάζεται να πάει κανείς πολύ μακριά για να βρει τους επικριτές της Μαλάλα. Στο ίδιο βιβλιοπωλείο, μπροστά στα ράφια με τα βιβλία για τον αφγανικό πόλεμο, τη διεθνή γεωπολιτική και την ιστορία του ισλάμ, ο Φάχαντ, με μαύρο γένι και μαύρο σκούφο στο κεφάλι, προειδοποιεί: η Μαλάλα δεν του αρέσει.
«Έβγαλαν την Μαλάλα στο προσκήνιο επειδή εργάζεται εναντίον του ισλάμ και των παραδόσεων του Πακιστάν, γι’ αυτό δεν της αξίζει αυτό το βραβείο», λέει προτείνοντας αντ’ αυτής τον Αμπντούλ Σάταρ Έντχι, έναν 86χρονο Πακιστανό που έχει ιδρύσει μια μη κυβερνητική οργάνωση κοινωνικής αρωγής και βολιδοσκοπείται από χρόνια για το Νόμπελ, ή την Τζαμάατ ουντ-Ντάουα, φιλανθρωπική οργάνωση που είναι επίσης ύποπτη πως αποτελεί το πολιτικό σκέλος της οργάνωσης Λάσκαρ-ε-Τάιμα, η οποία κατηγορείται για επιθέσεις στην Ινδία.
Η Γιουσαφζάι δέχθηκε επίθεση το 2012 σ’ ένα σχολικό λεωφορείο στην κοιλάδα Σουάτ από ένοπλους μασκοφόρους ως τιμωρία για ένα μπλογκ που είχε αρχίσει να γράφει όταν ήταν 11 ετών για την υπηρεσία του BBC στα ουρντού, καταφερόμενη εναντίον των προσπαθειών των Ταλιμπάν να αποκλείσουν τις γυναίκες από την εκπαίδευση.
Μη μπορώντας να επιστρέψει στο Πακιστάν μετά την ανάρρωσή της, η Γιουσαφζάι πήγε στην Αγγλία, όπου ίδρυσε το Ίδρυμα Μαλάλα και υποστηρίζει οργανώσεις που προωθούν την εκπαίδευση στο Πακιστάν, τη Νιγηρία, την Ιορδανία, τη Συρία και την Κένυα.
Πέρυσι η Γιουσαφζάι εκφώνησε ομιλία στη Συνέλεση Νέων του ΟΗΕ, σε μια εκδήλωση που ο γενικός γραμματέας Μπαν Κι-Μουν αποκάλεσε «Ημέρα της Μαλάλα». Φέτος ταξίδεψε στη Νιγηρία για να ζητήσει την απελευθέρωση 200 μαθητριών που έχουν απαχθεί από την ισλαμιστική οργάνωση Μπόκο Χαράμ.
Ο Ινδός Κάιλας Σατιάρτι, ο οποίος κατάγεται από το κρατίδιο Μάντια Πραντές (κεντρική Ινδία) και παραιτήθηκε το 1980 από μια σταδιοδρομία ηλεκτρολόγου μηχανικού για να αρχίσει εκστρατεία εναντίον της παιδικής εργασίας, έχει ηγηθεί πολλών μορφών ειρηνικής διαμαρτυρίας και διαδηλώσεων που επικεντρώνονταν στην εκμετάλλευση παιδιών για οικονομικό κέρδος. Την ίδια χρονιά ίδρυσε τη «Μπατσπάν Μπατσάο Αντολάν» (Κίνημα για να σώσουμε την παιδική ηλικία). Ζει μια λιτή ζωή και εμφανίζεται δημόσια μόνο για να υποστηρίξει την υπόθεσή του.
Άρχισε τη στράτευσή του οργανώνοντας επιδρομές εναντίον εργοστασίων και εργαστηρίων με στόχο να απελευθερώσει οικογένειες ολόκληρες οι οποίες υποχρεώνονταν να εργάζονται για να ξεπληρώσουν κάποιο δάνειο που είχαν συνάψει. Ανίκανες να ξεπληρώσουν τα χρωστούμενα, οι οικογένειες αυτές συχνά πωλούνται σε άλλα αφεντικά.
Ο Σατιάρτι είναι επίσης πρόεδρος της «Παγκόσμιας Πορείας Εναντίον της Παιδικής Εργασίας», ενός κινήματος που αποτελείται από περίπου 2.000 ενώσεις και συνδικαλιστικά κινήματα σε περίπου 140 χώρες.
«Αποτελεί ντροπή για κάθε ανθρώπινο πλάσμα όταν ένα παιδί εργάζεται ως σκλάβος σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου», δήλωσε ο Σατιάρτι. «Αισθάνομαι πολύ υπερήφανος που είμαι Ινδός, που στην Ινδία μπόρεσα να συνεχίσω αυτό τον αγώνα τα 30 τελευταία χρόνια. Αυτό το βραβείο είναι μια μεγάλη αναγνώριση και τιμή για όλους τους συμπατριώτες μου Ινδούς», δήλωσε ο Σατιάρτι.
Σε πρόσφατο άρθρο του, ο Σατιάρτι ανέφερε πως τα δεδομένα από μη κυβερνητικές οργανώσεις δείχνουν ότι τα παιδιά που δουλεύουν μπορεί να αριθμούν στην Ινδία 60 εκατ. ή το 6% του συνολικού πληθυσμού.
«Τα παιδιά απασχολούνται όχι μόνο λόγω της φτώχειας των γονιών τους, λόγω αναλφαβητισμού, άγνοιας, αποτυχίας των αναπτυξιακών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αλλά κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι οι εργοδότες επωφελούνται απέραντα από την παιδική εργασία, καθώς τα παιδιά αποτελούν τη φθηνότερη επιλογή και μερικές φορές εργάζονται ακόμη και δωρεάν», έγραψε.
Τα παιδιά απασχολούνται παρανόμως και εταιρείες χρησιμοποιούν το οικονομικό κέρδος που αποκομίζουν απ’ αυτά για να δωροδοκούν αξιωματούχους, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο, υποστήριξε.
Τον περασμένο μήνα, εξαιτίας μιας προσφυγής που είχε κατατεθεί από την οργάνωσή του σε δικαστήριο του Νέου Δελχί, η ινδική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να θεσπίσει κανονισμούς για την προστασία των οικιακών βοηθών, που συχνά υφίστανται σωματική και σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση.