Τέσσερις βρετανοί πολιτικοί βρίσκονται ενώπιον δίκης με την κατηγορία ότι δήλωσαν ψευδή στοιχεία για
τις βουλευτικές δαπάνες τους, μετά την απόρριψη σήμερα από δικαστή του
επιχειρήματός τους ότι
προστατεύονται από παλαιούς νόμους περί κοινοβουλευτικών προνομίων.
Είναι η πρώτη ποινική δίωξη που ασκείται σε πολιτικούς στο πλαίσιο του ευρύτερου σκανδάλου που ξέσπασε πέρυσι με επίκεντρο τις κοινοβουλευτικές δαπάνες και είχε προκαλέσει την οργή των πολιτών, δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας.
Ο δικαστής Τζάστις Σόντερς του δικαστηρίου του Σάουθαρκ στο κεντρικό Λονδίνο απεφάνθη σήμερα ότι δεν υπάρχει καμία «λογική, πρακτική ή ηθική βάση» στο επιχείρημα που προέβαλαν οι τέσσερις πολιτικοί.
Στους τρεις πρώην βουλευτές του Εργατικού Κόμματος και τον λόρδο της Βουλής των Κοινοτήτων που ανήκει στο Συντηρητικό Κόμμα απαγγέλθηκαν στις αρχές Φεβρουαρίου κατηγορίες επειδή ζήτησαν την επιστροφή εξόδων που δεν δικαιούνταν. Και οι τέσσερις αντιμετωπίζουν μέγιστη ποινή κάθειρξης επτά ετών.
Ο πρώην βουλευτής Έλιοτ Μόρλεϊ κατηγορείται κυρίως ότι ζήτησε και έλαβε 30.428 στερλίνες (36.800 ευρώ) για στεγαστικό δάνειο, το οποίο είχε ήδη εξοφλήσει.
Ο συνάδελφός του Ντέιβιντ Τσέιτορ κατηγορείται ότι ζήτησε και έλαβε ποσό σχεδόν 13.000 στερλινών ως μισθώματα που υποτίθεται ότι κατέβαλε για τη μίσθωση ενός διαμερίσματος στο Λονδίνο, το οποίο όμως του ανήκε.
Ο τρίτος πρώην βουλευτής Τζιμ Ντεβάιν διώκεται επειδή χρησιμοποίησε πλαστά τιμολόγια για να του καταβληθούν σχεδόν 7.000 στερλίνες για έξοδα καθαρισμού και αγοράς χαρτικών.
Τέλος στον λόρδο του Χάνινγκφιλντ Πολ Ουάιτ απαγγέλθηκαν έξι κατηγορίες που συνδέονται με την καταβολή των εξόδων του για εικονικές διαμονές του σε ξενοδοχεία μεταξύ του 2006 και του 2009.
Ανεξάρτητη έρευνα αποκάλυψε ότι περισσότεροι από τους μισούς βουλευτές του προηγούμενου νομοθετικού σώματος –390 στους 646– είχαν διαπράξει παρατυπίες στη δικαιολόγηση δαπανών τους ως «βουλευτικών».